Καλό μας μήνα φίλοι μου!
Ο Νοέμβρης μας υποδέχτηκε με ήλιο και με ένα μεγάλο χαμόγελο.
Εγώ λέω σήμερα να σας ταξιδέψω μέχρι τη μυροβόλο Χίο. Να γνωρίσουμε τις ομορφιές και τις ευωδιές του νησιού, μέσα από την περιπλάνηση των ηρώων μας.
Το άρθρο μου αυτό λοιπόν, έρχεται από τις σελίδες του περιοδικού ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ,
της Μαρίας Στυλιανού για το μήνα Νοέμβριο.
Σας αφήνω να το απολαύσετε!!!
Ο Νοέμβρης μας υποδέχτηκε με ήλιο και με ένα μεγάλο χαμόγελο.
Εγώ λέω σήμερα να σας ταξιδέψω μέχρι τη μυροβόλο Χίο. Να γνωρίσουμε τις ομορφιές και τις ευωδιές του νησιού, μέσα από την περιπλάνηση των ηρώων μας.
Το άρθρο μου αυτό λοιπόν, έρχεται από τις σελίδες του περιοδικού ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ,
της Μαρίας Στυλιανού για το μήνα Νοέμβριο.
Σας αφήνω να το απολαύσετε!!!
"Χίος… μεθυσμένος από την μυρωδιά της μαστίχας και του λεμονανθού.
Γράφει η Δήμητρα Τράκα
Γράφει η Δήμητρα Τράκα
Ήταν δεκάξι χρονών και ο πατέρας του τον έπαιρνε συχνά μαζί του, όταν πήγαινε για ψώνια δουλειάς στην πόλη της Χίου. Ο Αλέκος αυτές τις βόλτες τις απολάμβανε όσο τίποτα τα καλοκαίρια. Εκείνος δεν περιφέρονταν στους δρόμους της αγοράς όπως ο πατέρας του, αλλά σεργιάνιζε μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης κι ανακάλυπτε κάθε φορά κι ένα καινούργιο σοκάκι, φτιάχνοντας με το νου του ιστορίες δικές του. Ιστορίες άλλοτε με φαντάσματα, άλλοτε με βασιλιάδες, άλλοτε με κουρελήδες κι άλλοτε με καπετάνιους.
Τις ιστορίες των καπετάνιων μάλιστα, δεν χρειαζόταν και πολύ να τις φανταστεί. Τις είχε ακούσει τόσες πολλές φορές στο λιμανάκι του Βροντάδου, όταν καθόταν παρέα με τον πατέρα του στη βάρκα και τον βοηθούσε με τα δίχτυα. Μαζεύονταν γύρω τους κι άλλοι ψαράδες και όλοι μαζί μοιράζονταν τις ιστορίες τους ή άκουγαν τους απόμαχους ναυτικούς που καπεταναίοι κάποτε, γύριζαν όλο τον κόσμο.
Από μικρός νόμιζε πως η φυσική του μυρωδιά ήταν η θαλασσινή. Όσο κι αν φώναζε η μάνα του να μαζευτεί από την θάλασσα, χειμώνα-καλοκαίρι, εκείνος εκεί, αν δεν βασίλευε ο ήλιος για τα καλά, δεν ξεκολλούσε από κοντά της. Και φυσικά, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ήθελε να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Ήθελε να είναι εκείνος που θα καταφέρει να δαμάσει τα κύματα και να τα υποτάξει στην ακόρεστη δίψα του για ταξίδια.
Εκείνο το καλοκαίρι, μόλις είχε τελειώσει τη τρίτη γυμνασίου και ανακοίνωσε στους γονείς του ότι ήθελε να κάνει τα χαρτιά του για να πάει στη σχολή Εμποροπλοιάρχων στον Ασπρόπυργο Αττικής. Ο πατέρας του όχι μόνο δέχτηκε την απόφασή του, αλλά καμάρωνε κιόλας. Ήξερε την αγάπη του για την θάλασσα και τη ζούσε κάθε φορά που τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια για ψάρεμα. Μια ζωή ψαράς και το μόνο που απεύχονταν, ήταν να τον ακολουθήσει και ο γιος του. Τα σκληρά και σκασμένα του χέρια, του θύμιζαν συνεχώς ότι ο μοναχογιός του δεν έπρεπε να έχει την ίδια τύχη μ’ εκείνον. Πάλευε χρόνια ολόκληρα με την καθημερινή ψαριά του να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει, αρκεί να μην τον δει να τον παιδεύει η θάλασσα. Και τώρα ο γιος του ήταν αυτός που ήθελε να παιδέψει τη θάλασσα, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο κυρ-Νίκος.
Η μάνα του από την άλλη, έπεσε να πεθάνει. Η κυρά-Σταματία γνώρισε τον άντρα της εκεί, στην ίδια γειτονιά, μερικά σπίτια παρακάτω. Της τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι που έλεγε: «Γιατί δεν με θες κυρά μου, επειδή είμαι ψαράς;» και μια και δυο, δεν άργησε να τον ερωτευτεί. Αηδόνι ο κυρ-Νικόλας και τη μάγεψε. Όμως μια ολάκερη ζωή, από νιόπαντροι ακόμα, μέχρι και σήμερα, δεν παύει να σταυροκοπιέται και να προσεύχεται κάθε φορά που εκείνος φεύγει για τη δουλειά του. Νύχτες ολόκληρες έμενε μόνη της, όταν οι αγέρηδες παρέσερναν τη βάρκα του προς τα τουρκικά παράλια κι εκείνος πάσχιζε να τη γυρίσει πίσω. Μόνον σαν άκουγε τον ήχο από το μάνταλο της αυλόπορτας ηρεμούσε και πετάγονταν από την καρέκλα της να του ανοίξει την πόρτα και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει και να κάνει ακόμα έναν μεγαλύτερο σταυρό, ευχαριστώντας τον Αϊ-Νικόλα που τον έφερε σώο στο σπιτικό τους.
Η κυρά-Σταματία λοιπόν, δεν άντεχε στην ιδέα ότι και το παιδί της αποφάσισε να θαλασσοπνίγεται κάθε τόσο κι αυτή να μένει στην ίδια καρέκλα ξάγρυπνη, όταν τα δελτία καιρού ήταν δυσοίωνα. Τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, γονάτισε στα πόδια του, όμως ο Αλέκος δεν άλλαζε γνώμη. Σκούπισε τότε τα μάτια της και του είπε:
«Αγόρι μου, ένα μόνο θα παρακαλάω στο Θεό από εδώ και πέρα. Να κρατά το τιμόνι σου και να σ’ οδηγεί μόνο σε ήρεμες θάλασσες».
Ο Αλέκος αφού πήρε και τη δική της ευχή, το πρώτο που έκανε, ήταν να κανονίσει ένα ταξίδι με τον πατέρα του στην Αθήνα, για να τακτοποιήσουν τα χαρτιά του για τις εξετάσεις στη σχολή και να δουν τι πρέπει να κάνουν παρακάτω. Αν λοιπόν, περνούσε στις εξετάσεις, από το φθινόπωρο θα ξεκινούσε μαθήματα και θα έμπαινε εσώκλειστος στη σχολή. Στρώθηκε στο διάβασμα και τα κατάφερε τελικά. Ο Αλέκος μπήκε στη σχολή εμποροπλοιάρχων και μάλιστα με τους καλύτερους βαθμούς, σχεδόν αριστούχος. Ο πατέρας του όταν το έμαθε, ξόδεψε όλο το μεροκάματο εκείνης της ημέρας σε κεράσματα στο καφενείο και το βράδυ που γύρισε σπίτι, τραγουδούσε γλυκά στην κυρά του, τραγούδια του καιρού τους. Η κυρά-Σταματία δε, μόνο προσεύχονταν, μόνο παρακαλούσε την Παναγιά και όλους τους Αγίους, να προσέχουν το παιδί της. Μέσα της χαίρονταν κι εκείνη και καμάρωνε και κάποιες στιγμές η ψυχή της αλάφρωνε από τα τραγούδια του κυρ-Νικόλα, όμως η έννοια της ήταν ο μοναχογιός της που θα έφευγε στα ξένα όπως έλεγε. Δεν είχε πάει ποτέ ούτε μέχρι την Αθήνα εκείνη και οπουδήποτε μακριά από το νησί της, έμοιαζε ξένο κι άγνωστο.
Τις λίγες μέρες που έμεναν μέχρι να φύγει για την Αθήνα ο Αλέκος, ήθελε να μαζέψει όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από το νησί του, για να τις πάρει μαζί του. Εκείνο το πρωινό λοιπόν, σκέφτηκε να κάνει μια μεγαλύτερη βόλτα στη Χίο. Να πάει μέχρι τον Κάμπο. Να δει μια ακόμα φορά εκείνα τα τεράστια σπίτια που τα έκρυβαν οι μεγάλοι αυλόγυροι και που τα περισσότερα ήταν σπίτια ναυτικών. Ένα τέτοιο ονειρεύονταν να χτίσει κι αυτός για τους γονείς του μια μέρα που θα γινόταν μεγάλος και τρανός καπετάνιος. Ένα μεγάλο σπίτι, μ’ έναν τεράστιο αυλόγυρο, που θα κλείνει μέσα του περβόλια με οπωροφόρα δέντρα και στη μέση ένα πηγάδι με παγωμένο νερό που θα κάθεται. Όνειρα παιδικά, όνειρα εφηβικά, όνειρα που ήξερε πως μια μέρα θα τα πραγματοποιήσει.
Χάθηκε στο πυκνό δίκτυο μικρών δρόμων που χαρακτηρίζουν την περιοχή του Κάμπου και ακολουθώντας τη μυρωδιά των λεμονιών, περπατούσε για ώρες. Μπορεί να έκανε και κύκλους, όμως δεν σταμάταγε. Κοιτούσε διαρκώς ψηλά, σα να μπορούσε να δει μέσα από τους ψηλούς χτιστούς μαντρότοιχους, αλλά το μόνο που κατάφερνε να δει ήταν οι άκρες των κλαδιών κάθε λογής οπωροφόρων. Σαν μεθυσμένος, παραπατούσε που και που, στέκονταν και πηδούσε όσο πιο ψηλά μπορούσε, μπας και καταφέρει να δει τι έκρυβαν τα θεόρατα τείχη που ορθώνονταν εμπρός στα μάτια του.
Σε μια τέτοια προσπάθεια, παραπάτησε και έπεσε κατάχαμα. Πίσω του ακούστηκε ο ήχος από ένα κουδουνάκι ποδηλάτου. Μια λευκή οπτασία τον προσπέρασε και γέλασε δυνατά. Ένα χαρούμενο κοριτσίστικο γέλιο. Μια μεγάλη πόρτα άνοιξε και η λευκή οπτασία με τα μακριά ξανθά μαλλιά χάθηκε καθώς έκλεινε πίσω της η τεράστια ξύλινη πόρτα. Δεν πρόλαβε να δει ούτε το πρόσωπό της. Δεν πρόλαβε να καταλάβει αν ήταν ξύπνιος ή ονειρεύονταν. Πέρασε πλάι του σαν αερικό και χάθηκε…
Σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και πλησίασε την πόρτα που έκρυβε το όνειρό του. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Η κοριτσίστικη φωνή γελούσε ακόμα, αλλά ταυτόχρονα ακούστηκε και μια γυναικεία φωνή.
«Φανούλα μου γύρισες;»
«Ναι, μαμά. Έκανα μια μεγάλη βόλτα κι έφτασα σχεδόν μέχρι τη χώρα. Αύριο το πρωί θα ξαναπάω».
«Να πας παιδί μου. Σε λίγες μέρες θα φύγουμε και δεν θα ξαναβρείς τέτοιο παράδεισο. Κοίτα να τον χορτάσεις».
Οι φωνές ήταν αληθινές. Άρα δεν ονειρεύονταν. Ο Αλέκος έμεινε λίγο ακόμα, αλλά οι φωνές χάθηκαν. Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Κοίταξε το ρολόι του και συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας του θα τον περίμενε εδώ και ώρα στο καφενείο όπου είχαν δώσει ραντεβού. Καθώς περπατούσε κι έμπαινε σιγά-σιγά στους δρόμους της πόλης και στη φασαρία, σκεφτόταν συνεχώς εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που σωριάστηκε και η λευκή οπτασία πέρασε σαν άνεμος και χάθηκε. Μέσα στις σκέψεις του, συνειδητοποίησε όμως και κάτι ακόμα. Η φωνή της Φανούλας, της οπτασίας δηλαδή, είπε ότι και αύριο θα πάει την ίδια βόλτα. Άρα και αύριο το πρωί θα περιφέρεται κάπου εκεί στον Κάμπο με το ποδήλατό της. Ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία, να διαπιστώσει ότι όλο αυτό δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικότητα.
Έτσι, το επόμενο πρωί πήγε και πάλι στον Κάμπο, λέγοντας στους γονείς του ότι ήθελε να συναντήσει κάποιους φίλους στη Χίο και να τους χαιρετίσει. Δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά τελικά κατάφερε να ανακαλύψει τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Είχε βάλει σημάδι ένα μαύρο τετράγωνο σχέδιο που ήταν σκαλισμένο επάνω της και όμοιό της δεν είχε καμία άλλη σε όλο τον Κάμπο. Αυτή τη φορά είχε πάει κι εκείνος με το ποδήλατο κι έφερνε βόλτες για ώρα στη γειτονιά.
Ώσπου, κάποια στιγμή, κοντά στο μεσημέρι, η λευκή οπτασία ξαναεμφανίστηκε. Καθώς ερχόταν από μακριά και τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν, ήταν ολόιδια με νεράιδα. Το κάτασπρο φόρεμά της και η λευκή της σάρκα την έκαναν να μοιάζει ψεύτικη, σαν πορσελάνινη κούκλα. Τον είδε που έκανε κύκλους έξω από την πόρτα και σταμάτησε, πριν χαθεί και πάλι μέσα της.
«Ψάχνεις κάτι;» τον ρώτησε.
«Ναι, χάθηκα μέσα στους στενούς δρόμους και δεν ξέρω πώς να γυρίζω πίσω» απάντησε ο Αλέκος που είχε σκεφτεί από πριν τις πιθανές κουβέντες που θα άνοιγε μαζί της όταν την έβλεπε.
«Δεν είσαι από εδώ;» τον ξαναρώτησε.
«Είμαι, αλλά όχι από τον Κάμπο. Από το Βροντάδο είμαι» είπε ο Αλέκος.
«Ούτε κι εγώ είμαι από εδώ, αλλά τον Κάμπο τον έμαθα από έξω κι ανακατωτά» είπε η Φανή.
«Από πού είσαι;» τη ρώτησε.
«Μένω με τους γονείς μου στην Αθήνα. Εδώ ερχόμαστε κάποια καλοκαίρια. Το σπίτι είναι του παππού μου κι ερχόμαστε για διακοπές» εξήγησε με μια ανάσα η Φανή.
Όσο του μιλούσε, ο Αλέκος την παρατηρούσε από πάνω έως κάτω. Ήταν περίπου στην ηλικία του, όμορφη, αλλά κυρίως αληθινή!
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Αλέκο. Αλέκο με λένε. Εσένα;» απάντησε ξαφνιασμένος.
«Φανή. Λοιπόν, θες να σου δείξω το δρόμο για τη Χίο ή θα συνεχίσεις να κάνεις βόλτες έξω από την πόρτα μου;» του είπε και χαμογέλασε σαν να είχε καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα είχε πει ο Αλέκος.
«Θα έρθεις μαζί μου μέχρι εκεί;»
«Ναι. Εγώ δεν χάνομαι βλέπεις κι ας μην είμαι από εδώ όπως εσύ» του απάντησε χαμογελώντας κοροϊδευτικά.
Έκαναν ποδήλατο μέχρι την άκρη του Κάμπου πλάι-πλάι. Η Φανή του μιλούσε συνεχώς και του εξηγούσε πού οδηγεί κάθε δρομάκι που συναντούσαν. Ο Αλέκος την άκουγε και την ακολουθούσε μαγεμένος. Μέχρι τη στιγμή που σταμάτησαν και λίγο πριν χωριστούν, του είπε ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε με τους δικούς της στην Αθήνα. Εκεί το όνειρο τελείωσε για τον Αλέκο. Την ευχαρίστησε ευγενικά και κίνησε να φύγει.
Πήγαινε άκρη-άκρη στο δρόμο παράλληλα με την ακτή. Στα μάτια του το μόνο που ερχόταν, ήταν το πρόσωπό της και το γάργαρο γέλιο της. Μπήκε στο σπίτι αμίλητος, κάθισε στο τραπέζι, έφαγε και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Όταν πια σκοτείνιασε, σηκώθηκε και βγήκε μια βόλτα τη θάλασσα. Περπάτησε ίσα με το τέλος της τσιμεντένιας σκάλας που έμπαινε στη θάλασσα και στάθηκε να κοιτάζει το είδωλο του φεγγαριού που καθρεπτίζονταν στα σκοτεινά νερά. Πάλι η μορφή της εμφανίστηκε. Πάλι η λευκή οπτασία μπροστά του.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα και ο Αλέκος ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε στη σχολή, πότε άρχισαν τα μαθήματα, πότε πέρασε ο καιρός. Ήταν όμως φορές που έμενε μόνος του και τη σκέφτονταν. Πόσο ήθελε να νιώσει και πάλι την αύρα του δικού του αερικού; Και περνούσαν οι μήνες, που γρήγορα έγιναν χρόνια. Άρχισαν και τα ταξίδια και η οπτασία του έγινε μια γλυκιά ανάμνηση, λουσμένη από το άρωμα ενός λεμονανθού.
Ο Αλέκος έγινε τελικά καπετάνιος. Και ταξίδευε. Όλο ταξίδευε. Στη Χίο επέστρεφε μόνο για λίγα εικοσιτετράωρα, για να δει τους δικούς του. Κι έφευγε πάλι. Όλο έλεγε να ψάξει να τη βρει και όλο το ανέβαλλε. Στο μεταξύ, το ψηλό λιγνό και ξερακιανό αγοράκι, είχε μεταμορφωθεί σε έναν ψηλό γεροδεμένο νεαρό και μάλιστα πολύ γοητευτικό. Οι γωνίες του προσώπου του, του χάριζαν μια ομορφιά που πολλοί άντρες θα ζήλευαν. Την καρδιά του προσπάθησαν να κλέψουν πολλές σειρήνες της στεριάς, καμιά όμως δεν μπόρεσε να τον μαγέψει και να τον κρατήσει περισσότερο από λίγο καιρό κοντά της. Σαν να ήταν δέσμιος μιας και μόνο μάγισσας, χωρίς να το ξέρει εκείνος. Πολλές φορές που την έφερνε στο μυαλό του, αναρωτιόταν πώς να ήταν άραγε τώρα, μετά από τόσα χρόνια. Θα τον θυμόταν που και που ή θα τον είχε ξεχάσει για πάντα; Τι θα μπορούσε να σημαίνει αλήθεια για εκείνη, μια αθώα, εξυπηρετική βόλτα με το ποδήλατο; Ίσως τίποτα. Ίσως μόνο για τον Αλέκο να σήμαινε πολλά…
Ήρθε όμως μια χρονιά, που η νοσταλγία του έγινε πιο έντονη. Εκείνο το Πάσχα θα το περνούσε στο νησί του. Είχε πάρει αρκετές μέρες άδεια και ήθελε να το περάσει με τα γεροντάκια του, όπως τους έλεγε. Η κυρά-Σταματία μόλις τον άκουσε από το τηλέφωνο να της ανακοινώνει ότι το Σάββατο των Βαΐων θα ήταν στο σπίτι, ξεσήκωσε τους πάντες. Ασβέστωσε την αυλή, το σπίτι, έβγαλε από τη σερβάντα κι έπλυνε ξανά και ξανά τα καλά σερβίτσια και τα κοφτά τραπεζομάντηλα. Ο ερχομός του μοναχογιού της ήταν σημαντικότερος από το Πάσχα. Ο κυρ-Νικόλας, συνταξιούχος πια, άρχισε πάλι να κερνά τους φίλους και συγχωριανούς στο καφενείο και να γυρνά στο σπίτι τραγουδώντας.
Ο Αλέκος γύρισε και η Μεγάλη εβδομάδα, έγινε ολόκληρη μια κυριακάτικη Λαμπρή. Απόλαυσε κάθε στιγμή περιποίησης της μάνας, πήγαινε παρέα στο καφενείο με τον πατέρα του που περπατούσε δίπλα του όλο καμάρι και ξενυχτούσε με τους παιδικούς του φίλους μέχρι τα ξημερώματα στα στέκια τους. Μέχρι που δήλωσε πρώτος και καλύτερος ότι θα παραστεί στον ρουκετοπόλεμο στο Βροντάδο. Έτσι κι έγινε. Και μετά την Ανάσταση ακολούθησε ο ρουκετοπόλεμος κι ύστερα τρελό ξεφάντωμα ως το πρωί.
Κόσμος περπατούσε χαρούμενος στα στενά της Χίου. Μαστίχα μύριζε παντού. Μαστίχα και πασχαλιά. Μια ανάκατη μπερδεμένη μυρωδιά, ικανή να μεθύσει και τον πιο ισχυρό. Η παρέα του Αλέκου κατέληξε σ’ ένα μπαράκι σχεδόν πάνω στο κύμα, κοντά στο λιμάνι. Κάθισαν σε μια γωνία στο μπαρ και παρήγγειλαν τα ποτά τους. Νέα παιδιά παντού, που χόρευαν, τραγουδούσαν και γελούσαν ξένοιαστα.
Ο Αλέκος σήκωσε το ποτήρι του για να πιει την τελευταία γουλιά από το ποτό του. Όπως το κράτησε στα χείλη του, είδε μέσα από τον πάτο του ποτηριού κάτι και στο μυαλό του ήρθε εκείνο το τραγούδι που λέει: «Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω!». Κι όμως, αυτό που έβλεπε δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν αληθινό. Αυτή η κοπέλα που στεκόταν απέναντί του, του ήταν τόσο γνώριμη, που θα έδινε και όρκο ότι ήταν η οπτασία του. Τα μαλλιά της ξανθά όπως τότε, το δέρμα της άσπρο, τα μάτια της φωτεινά και το γέλιο της γάργαρο.
Σαν υπνωτισμένος κινήθηκε προς το μέρος της. Την χαιρέτισε και τη ρώτησε διστακτικά μήπως τη λένε Φανή. Όταν εκείνη του απάντησε θετικά, της θύμισε τη μία και μοναδική τους βόλτα. Η Φανή χάρηκε τόσο που τον είδε που άπλωσε αμέσως τα χέρια της να τον αγκαλιάσει. Όλο το βράδυ έλεγαν τα νέα τους. Όσα δηλαδή είχε συμβεί στη ζωή τους από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα. Έδωσαν ραντεβού την επόμενη έξω από το ίδιο μπαράκι, για να πάνε μια βόλτα στο νησί και να γνωριστούν καλύτερα. Η χημεία μεταξύ τους ήταν απίστευτη, αυτή η παράξενη λέξη που μόνο οι ερωτευμένοι την κατανοούν, απέφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις κι εκρήξεις που ο φτερωτός θεός, δεν προλάβαινε να πετά τα βέλη του.
Τη δική τους Λαμπρή, την πέρασαν περπατώντας στα ζωγραφισμένα δρομάκια στο χωριό Πυργί, πίνοντας ούζο με άρωμα μαστίχας στα Μεστά και μεθυσμένοι από έρωτα κατέληξαν στους ανεμόμυλους του Βροντάδο, όπου την πήγε για να της δείξει τον τόπο του. Εκεί όπου ξενύχτισε για να την σκέφτεται παιδί. Εκεί όπου την κρατούσε τώρα στην αγκαλιά του και ήταν αυτός ο καπετάνιος της καρδιάς της… "
Δήμητρα Τράκα.
Τις ιστορίες των καπετάνιων μάλιστα, δεν χρειαζόταν και πολύ να τις φανταστεί. Τις είχε ακούσει τόσες πολλές φορές στο λιμανάκι του Βροντάδου, όταν καθόταν παρέα με τον πατέρα του στη βάρκα και τον βοηθούσε με τα δίχτυα. Μαζεύονταν γύρω τους κι άλλοι ψαράδες και όλοι μαζί μοιράζονταν τις ιστορίες τους ή άκουγαν τους απόμαχους ναυτικούς που καπεταναίοι κάποτε, γύριζαν όλο τον κόσμο.
Από μικρός νόμιζε πως η φυσική του μυρωδιά ήταν η θαλασσινή. Όσο κι αν φώναζε η μάνα του να μαζευτεί από την θάλασσα, χειμώνα-καλοκαίρι, εκείνος εκεί, αν δεν βασίλευε ο ήλιος για τα καλά, δεν ξεκολλούσε από κοντά της. Και φυσικά, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ήθελε να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Ήθελε να είναι εκείνος που θα καταφέρει να δαμάσει τα κύματα και να τα υποτάξει στην ακόρεστη δίψα του για ταξίδια.
Εκείνο το καλοκαίρι, μόλις είχε τελειώσει τη τρίτη γυμνασίου και ανακοίνωσε στους γονείς του ότι ήθελε να κάνει τα χαρτιά του για να πάει στη σχολή Εμποροπλοιάρχων στον Ασπρόπυργο Αττικής. Ο πατέρας του όχι μόνο δέχτηκε την απόφασή του, αλλά καμάρωνε κιόλας. Ήξερε την αγάπη του για την θάλασσα και τη ζούσε κάθε φορά που τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια για ψάρεμα. Μια ζωή ψαράς και το μόνο που απεύχονταν, ήταν να τον ακολουθήσει και ο γιος του. Τα σκληρά και σκασμένα του χέρια, του θύμιζαν συνεχώς ότι ο μοναχογιός του δεν έπρεπε να έχει την ίδια τύχη μ’ εκείνον. Πάλευε χρόνια ολόκληρα με την καθημερινή ψαριά του να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει, αρκεί να μην τον δει να τον παιδεύει η θάλασσα. Και τώρα ο γιος του ήταν αυτός που ήθελε να παιδέψει τη θάλασσα, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο κυρ-Νίκος.
Η μάνα του από την άλλη, έπεσε να πεθάνει. Η κυρά-Σταματία γνώρισε τον άντρα της εκεί, στην ίδια γειτονιά, μερικά σπίτια παρακάτω. Της τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι που έλεγε: «Γιατί δεν με θες κυρά μου, επειδή είμαι ψαράς;» και μια και δυο, δεν άργησε να τον ερωτευτεί. Αηδόνι ο κυρ-Νικόλας και τη μάγεψε. Όμως μια ολάκερη ζωή, από νιόπαντροι ακόμα, μέχρι και σήμερα, δεν παύει να σταυροκοπιέται και να προσεύχεται κάθε φορά που εκείνος φεύγει για τη δουλειά του. Νύχτες ολόκληρες έμενε μόνη της, όταν οι αγέρηδες παρέσερναν τη βάρκα του προς τα τουρκικά παράλια κι εκείνος πάσχιζε να τη γυρίσει πίσω. Μόνον σαν άκουγε τον ήχο από το μάνταλο της αυλόπορτας ηρεμούσε και πετάγονταν από την καρέκλα της να του ανοίξει την πόρτα και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει και να κάνει ακόμα έναν μεγαλύτερο σταυρό, ευχαριστώντας τον Αϊ-Νικόλα που τον έφερε σώο στο σπιτικό τους.
Η κυρά-Σταματία λοιπόν, δεν άντεχε στην ιδέα ότι και το παιδί της αποφάσισε να θαλασσοπνίγεται κάθε τόσο κι αυτή να μένει στην ίδια καρέκλα ξάγρυπνη, όταν τα δελτία καιρού ήταν δυσοίωνα. Τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, γονάτισε στα πόδια του, όμως ο Αλέκος δεν άλλαζε γνώμη. Σκούπισε τότε τα μάτια της και του είπε:
«Αγόρι μου, ένα μόνο θα παρακαλάω στο Θεό από εδώ και πέρα. Να κρατά το τιμόνι σου και να σ’ οδηγεί μόνο σε ήρεμες θάλασσες».
Ο Αλέκος αφού πήρε και τη δική της ευχή, το πρώτο που έκανε, ήταν να κανονίσει ένα ταξίδι με τον πατέρα του στην Αθήνα, για να τακτοποιήσουν τα χαρτιά του για τις εξετάσεις στη σχολή και να δουν τι πρέπει να κάνουν παρακάτω. Αν λοιπόν, περνούσε στις εξετάσεις, από το φθινόπωρο θα ξεκινούσε μαθήματα και θα έμπαινε εσώκλειστος στη σχολή. Στρώθηκε στο διάβασμα και τα κατάφερε τελικά. Ο Αλέκος μπήκε στη σχολή εμποροπλοιάρχων και μάλιστα με τους καλύτερους βαθμούς, σχεδόν αριστούχος. Ο πατέρας του όταν το έμαθε, ξόδεψε όλο το μεροκάματο εκείνης της ημέρας σε κεράσματα στο καφενείο και το βράδυ που γύρισε σπίτι, τραγουδούσε γλυκά στην κυρά του, τραγούδια του καιρού τους. Η κυρά-Σταματία δε, μόνο προσεύχονταν, μόνο παρακαλούσε την Παναγιά και όλους τους Αγίους, να προσέχουν το παιδί της. Μέσα της χαίρονταν κι εκείνη και καμάρωνε και κάποιες στιγμές η ψυχή της αλάφρωνε από τα τραγούδια του κυρ-Νικόλα, όμως η έννοια της ήταν ο μοναχογιός της που θα έφευγε στα ξένα όπως έλεγε. Δεν είχε πάει ποτέ ούτε μέχρι την Αθήνα εκείνη και οπουδήποτε μακριά από το νησί της, έμοιαζε ξένο κι άγνωστο.
Τις λίγες μέρες που έμεναν μέχρι να φύγει για την Αθήνα ο Αλέκος, ήθελε να μαζέψει όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από το νησί του, για να τις πάρει μαζί του. Εκείνο το πρωινό λοιπόν, σκέφτηκε να κάνει μια μεγαλύτερη βόλτα στη Χίο. Να πάει μέχρι τον Κάμπο. Να δει μια ακόμα φορά εκείνα τα τεράστια σπίτια που τα έκρυβαν οι μεγάλοι αυλόγυροι και που τα περισσότερα ήταν σπίτια ναυτικών. Ένα τέτοιο ονειρεύονταν να χτίσει κι αυτός για τους γονείς του μια μέρα που θα γινόταν μεγάλος και τρανός καπετάνιος. Ένα μεγάλο σπίτι, μ’ έναν τεράστιο αυλόγυρο, που θα κλείνει μέσα του περβόλια με οπωροφόρα δέντρα και στη μέση ένα πηγάδι με παγωμένο νερό που θα κάθεται. Όνειρα παιδικά, όνειρα εφηβικά, όνειρα που ήξερε πως μια μέρα θα τα πραγματοποιήσει.
Χάθηκε στο πυκνό δίκτυο μικρών δρόμων που χαρακτηρίζουν την περιοχή του Κάμπου και ακολουθώντας τη μυρωδιά των λεμονιών, περπατούσε για ώρες. Μπορεί να έκανε και κύκλους, όμως δεν σταμάταγε. Κοιτούσε διαρκώς ψηλά, σα να μπορούσε να δει μέσα από τους ψηλούς χτιστούς μαντρότοιχους, αλλά το μόνο που κατάφερνε να δει ήταν οι άκρες των κλαδιών κάθε λογής οπωροφόρων. Σαν μεθυσμένος, παραπατούσε που και που, στέκονταν και πηδούσε όσο πιο ψηλά μπορούσε, μπας και καταφέρει να δει τι έκρυβαν τα θεόρατα τείχη που ορθώνονταν εμπρός στα μάτια του.
Σε μια τέτοια προσπάθεια, παραπάτησε και έπεσε κατάχαμα. Πίσω του ακούστηκε ο ήχος από ένα κουδουνάκι ποδηλάτου. Μια λευκή οπτασία τον προσπέρασε και γέλασε δυνατά. Ένα χαρούμενο κοριτσίστικο γέλιο. Μια μεγάλη πόρτα άνοιξε και η λευκή οπτασία με τα μακριά ξανθά μαλλιά χάθηκε καθώς έκλεινε πίσω της η τεράστια ξύλινη πόρτα. Δεν πρόλαβε να δει ούτε το πρόσωπό της. Δεν πρόλαβε να καταλάβει αν ήταν ξύπνιος ή ονειρεύονταν. Πέρασε πλάι του σαν αερικό και χάθηκε…
Σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και πλησίασε την πόρτα που έκρυβε το όνειρό του. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Η κοριτσίστικη φωνή γελούσε ακόμα, αλλά ταυτόχρονα ακούστηκε και μια γυναικεία φωνή.
«Φανούλα μου γύρισες;»
«Ναι, μαμά. Έκανα μια μεγάλη βόλτα κι έφτασα σχεδόν μέχρι τη χώρα. Αύριο το πρωί θα ξαναπάω».
«Να πας παιδί μου. Σε λίγες μέρες θα φύγουμε και δεν θα ξαναβρείς τέτοιο παράδεισο. Κοίτα να τον χορτάσεις».
Οι φωνές ήταν αληθινές. Άρα δεν ονειρεύονταν. Ο Αλέκος έμεινε λίγο ακόμα, αλλά οι φωνές χάθηκαν. Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Κοίταξε το ρολόι του και συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας του θα τον περίμενε εδώ και ώρα στο καφενείο όπου είχαν δώσει ραντεβού. Καθώς περπατούσε κι έμπαινε σιγά-σιγά στους δρόμους της πόλης και στη φασαρία, σκεφτόταν συνεχώς εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που σωριάστηκε και η λευκή οπτασία πέρασε σαν άνεμος και χάθηκε. Μέσα στις σκέψεις του, συνειδητοποίησε όμως και κάτι ακόμα. Η φωνή της Φανούλας, της οπτασίας δηλαδή, είπε ότι και αύριο θα πάει την ίδια βόλτα. Άρα και αύριο το πρωί θα περιφέρεται κάπου εκεί στον Κάμπο με το ποδήλατό της. Ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία, να διαπιστώσει ότι όλο αυτό δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικότητα.
Έτσι, το επόμενο πρωί πήγε και πάλι στον Κάμπο, λέγοντας στους γονείς του ότι ήθελε να συναντήσει κάποιους φίλους στη Χίο και να τους χαιρετίσει. Δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά τελικά κατάφερε να ανακαλύψει τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Είχε βάλει σημάδι ένα μαύρο τετράγωνο σχέδιο που ήταν σκαλισμένο επάνω της και όμοιό της δεν είχε καμία άλλη σε όλο τον Κάμπο. Αυτή τη φορά είχε πάει κι εκείνος με το ποδήλατο κι έφερνε βόλτες για ώρα στη γειτονιά.
Ώσπου, κάποια στιγμή, κοντά στο μεσημέρι, η λευκή οπτασία ξαναεμφανίστηκε. Καθώς ερχόταν από μακριά και τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν, ήταν ολόιδια με νεράιδα. Το κάτασπρο φόρεμά της και η λευκή της σάρκα την έκαναν να μοιάζει ψεύτικη, σαν πορσελάνινη κούκλα. Τον είδε που έκανε κύκλους έξω από την πόρτα και σταμάτησε, πριν χαθεί και πάλι μέσα της.
«Ψάχνεις κάτι;» τον ρώτησε.
«Ναι, χάθηκα μέσα στους στενούς δρόμους και δεν ξέρω πώς να γυρίζω πίσω» απάντησε ο Αλέκος που είχε σκεφτεί από πριν τις πιθανές κουβέντες που θα άνοιγε μαζί της όταν την έβλεπε.
«Δεν είσαι από εδώ;» τον ξαναρώτησε.
«Είμαι, αλλά όχι από τον Κάμπο. Από το Βροντάδο είμαι» είπε ο Αλέκος.
«Ούτε κι εγώ είμαι από εδώ, αλλά τον Κάμπο τον έμαθα από έξω κι ανακατωτά» είπε η Φανή.
«Από πού είσαι;» τη ρώτησε.
«Μένω με τους γονείς μου στην Αθήνα. Εδώ ερχόμαστε κάποια καλοκαίρια. Το σπίτι είναι του παππού μου κι ερχόμαστε για διακοπές» εξήγησε με μια ανάσα η Φανή.
Όσο του μιλούσε, ο Αλέκος την παρατηρούσε από πάνω έως κάτω. Ήταν περίπου στην ηλικία του, όμορφη, αλλά κυρίως αληθινή!
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Αλέκο. Αλέκο με λένε. Εσένα;» απάντησε ξαφνιασμένος.
«Φανή. Λοιπόν, θες να σου δείξω το δρόμο για τη Χίο ή θα συνεχίσεις να κάνεις βόλτες έξω από την πόρτα μου;» του είπε και χαμογέλασε σαν να είχε καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα είχε πει ο Αλέκος.
«Θα έρθεις μαζί μου μέχρι εκεί;»
«Ναι. Εγώ δεν χάνομαι βλέπεις κι ας μην είμαι από εδώ όπως εσύ» του απάντησε χαμογελώντας κοροϊδευτικά.
Έκαναν ποδήλατο μέχρι την άκρη του Κάμπου πλάι-πλάι. Η Φανή του μιλούσε συνεχώς και του εξηγούσε πού οδηγεί κάθε δρομάκι που συναντούσαν. Ο Αλέκος την άκουγε και την ακολουθούσε μαγεμένος. Μέχρι τη στιγμή που σταμάτησαν και λίγο πριν χωριστούν, του είπε ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε με τους δικούς της στην Αθήνα. Εκεί το όνειρο τελείωσε για τον Αλέκο. Την ευχαρίστησε ευγενικά και κίνησε να φύγει.
Πήγαινε άκρη-άκρη στο δρόμο παράλληλα με την ακτή. Στα μάτια του το μόνο που ερχόταν, ήταν το πρόσωπό της και το γάργαρο γέλιο της. Μπήκε στο σπίτι αμίλητος, κάθισε στο τραπέζι, έφαγε και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Όταν πια σκοτείνιασε, σηκώθηκε και βγήκε μια βόλτα τη θάλασσα. Περπάτησε ίσα με το τέλος της τσιμεντένιας σκάλας που έμπαινε στη θάλασσα και στάθηκε να κοιτάζει το είδωλο του φεγγαριού που καθρεπτίζονταν στα σκοτεινά νερά. Πάλι η μορφή της εμφανίστηκε. Πάλι η λευκή οπτασία μπροστά του.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα και ο Αλέκος ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε στη σχολή, πότε άρχισαν τα μαθήματα, πότε πέρασε ο καιρός. Ήταν όμως φορές που έμενε μόνος του και τη σκέφτονταν. Πόσο ήθελε να νιώσει και πάλι την αύρα του δικού του αερικού; Και περνούσαν οι μήνες, που γρήγορα έγιναν χρόνια. Άρχισαν και τα ταξίδια και η οπτασία του έγινε μια γλυκιά ανάμνηση, λουσμένη από το άρωμα ενός λεμονανθού.
Ο Αλέκος έγινε τελικά καπετάνιος. Και ταξίδευε. Όλο ταξίδευε. Στη Χίο επέστρεφε μόνο για λίγα εικοσιτετράωρα, για να δει τους δικούς του. Κι έφευγε πάλι. Όλο έλεγε να ψάξει να τη βρει και όλο το ανέβαλλε. Στο μεταξύ, το ψηλό λιγνό και ξερακιανό αγοράκι, είχε μεταμορφωθεί σε έναν ψηλό γεροδεμένο νεαρό και μάλιστα πολύ γοητευτικό. Οι γωνίες του προσώπου του, του χάριζαν μια ομορφιά που πολλοί άντρες θα ζήλευαν. Την καρδιά του προσπάθησαν να κλέψουν πολλές σειρήνες της στεριάς, καμιά όμως δεν μπόρεσε να τον μαγέψει και να τον κρατήσει περισσότερο από λίγο καιρό κοντά της. Σαν να ήταν δέσμιος μιας και μόνο μάγισσας, χωρίς να το ξέρει εκείνος. Πολλές φορές που την έφερνε στο μυαλό του, αναρωτιόταν πώς να ήταν άραγε τώρα, μετά από τόσα χρόνια. Θα τον θυμόταν που και που ή θα τον είχε ξεχάσει για πάντα; Τι θα μπορούσε να σημαίνει αλήθεια για εκείνη, μια αθώα, εξυπηρετική βόλτα με το ποδήλατο; Ίσως τίποτα. Ίσως μόνο για τον Αλέκο να σήμαινε πολλά…
Ήρθε όμως μια χρονιά, που η νοσταλγία του έγινε πιο έντονη. Εκείνο το Πάσχα θα το περνούσε στο νησί του. Είχε πάρει αρκετές μέρες άδεια και ήθελε να το περάσει με τα γεροντάκια του, όπως τους έλεγε. Η κυρά-Σταματία μόλις τον άκουσε από το τηλέφωνο να της ανακοινώνει ότι το Σάββατο των Βαΐων θα ήταν στο σπίτι, ξεσήκωσε τους πάντες. Ασβέστωσε την αυλή, το σπίτι, έβγαλε από τη σερβάντα κι έπλυνε ξανά και ξανά τα καλά σερβίτσια και τα κοφτά τραπεζομάντηλα. Ο ερχομός του μοναχογιού της ήταν σημαντικότερος από το Πάσχα. Ο κυρ-Νικόλας, συνταξιούχος πια, άρχισε πάλι να κερνά τους φίλους και συγχωριανούς στο καφενείο και να γυρνά στο σπίτι τραγουδώντας.
Ο Αλέκος γύρισε και η Μεγάλη εβδομάδα, έγινε ολόκληρη μια κυριακάτικη Λαμπρή. Απόλαυσε κάθε στιγμή περιποίησης της μάνας, πήγαινε παρέα στο καφενείο με τον πατέρα του που περπατούσε δίπλα του όλο καμάρι και ξενυχτούσε με τους παιδικούς του φίλους μέχρι τα ξημερώματα στα στέκια τους. Μέχρι που δήλωσε πρώτος και καλύτερος ότι θα παραστεί στον ρουκετοπόλεμο στο Βροντάδο. Έτσι κι έγινε. Και μετά την Ανάσταση ακολούθησε ο ρουκετοπόλεμος κι ύστερα τρελό ξεφάντωμα ως το πρωί.
Κόσμος περπατούσε χαρούμενος στα στενά της Χίου. Μαστίχα μύριζε παντού. Μαστίχα και πασχαλιά. Μια ανάκατη μπερδεμένη μυρωδιά, ικανή να μεθύσει και τον πιο ισχυρό. Η παρέα του Αλέκου κατέληξε σ’ ένα μπαράκι σχεδόν πάνω στο κύμα, κοντά στο λιμάνι. Κάθισαν σε μια γωνία στο μπαρ και παρήγγειλαν τα ποτά τους. Νέα παιδιά παντού, που χόρευαν, τραγουδούσαν και γελούσαν ξένοιαστα.
Ο Αλέκος σήκωσε το ποτήρι του για να πιει την τελευταία γουλιά από το ποτό του. Όπως το κράτησε στα χείλη του, είδε μέσα από τον πάτο του ποτηριού κάτι και στο μυαλό του ήρθε εκείνο το τραγούδι που λέει: «Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω!». Κι όμως, αυτό που έβλεπε δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν αληθινό. Αυτή η κοπέλα που στεκόταν απέναντί του, του ήταν τόσο γνώριμη, που θα έδινε και όρκο ότι ήταν η οπτασία του. Τα μαλλιά της ξανθά όπως τότε, το δέρμα της άσπρο, τα μάτια της φωτεινά και το γέλιο της γάργαρο.
Σαν υπνωτισμένος κινήθηκε προς το μέρος της. Την χαιρέτισε και τη ρώτησε διστακτικά μήπως τη λένε Φανή. Όταν εκείνη του απάντησε θετικά, της θύμισε τη μία και μοναδική τους βόλτα. Η Φανή χάρηκε τόσο που τον είδε που άπλωσε αμέσως τα χέρια της να τον αγκαλιάσει. Όλο το βράδυ έλεγαν τα νέα τους. Όσα δηλαδή είχε συμβεί στη ζωή τους από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα. Έδωσαν ραντεβού την επόμενη έξω από το ίδιο μπαράκι, για να πάνε μια βόλτα στο νησί και να γνωριστούν καλύτερα. Η χημεία μεταξύ τους ήταν απίστευτη, αυτή η παράξενη λέξη που μόνο οι ερωτευμένοι την κατανοούν, απέφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις κι εκρήξεις που ο φτερωτός θεός, δεν προλάβαινε να πετά τα βέλη του.
Τη δική τους Λαμπρή, την πέρασαν περπατώντας στα ζωγραφισμένα δρομάκια στο χωριό Πυργί, πίνοντας ούζο με άρωμα μαστίχας στα Μεστά και μεθυσμένοι από έρωτα κατέληξαν στους ανεμόμυλους του Βροντάδο, όπου την πήγε για να της δείξει τον τόπο του. Εκεί όπου ξενύχτισε για να την σκέφτεται παιδί. Εκεί όπου την κρατούσε τώρα στην αγκαλιά του και ήταν αυτός ο καπετάνιος της καρδιάς της… "
Δήμητρα Τράκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου