Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Καλό μας μήνα φίλοι μου!
Ο Νοέμβρης μας υποδέχτηκε με ήλιο και με ένα μεγάλο χαμόγελο.
Εγώ λέω σήμερα να σας ταξιδέψω μέχρι τη μυροβόλο Χίο. Να γνωρίσουμε τις ομορφιές και τις ευωδιές του νησιού, μέσα από την περιπλάνηση των ηρώων μας.
Το άρθρο μου αυτό λοιπόν, έρχεται από τις σελίδες του περιοδικού ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ,
της Μαρίας Στυλιανού για το μήνα Νοέμβριο.
Σας αφήνω να το απολαύσετε!!!

ίος… μεθυσμένος από την μυρωδιά της μαστίχας και του λεμονανθού.
Γράφει η Δήμητρα Τράκα
Ήταν δεκάξι χρονών και ο πατέρας του τον έπαιρνε συχνά μαζί του, όταν πήγαινε για ψώνια δουλειάς στην πόλη της Χίου. Ο Αλέκος αυτές τις βόλτες τις απολάμβανε όσο τίποτα τα καλοκαίρια. Εκείνος δεν περιφέρονταν στους δρόμους της αγοράς όπως ο πατέρας του, αλλά σεργιάνιζε μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης κι ανακάλυπτε κάθε φορά κι ένα καινούργιο σοκάκι, φτιάχνοντας με το νου του ιστορίες δικές του. Ιστορίες άλλοτε με φαντάσματα, άλλοτε με βασιλιάδες, άλλοτε με κουρελήδες κι άλλοτε με καπετάνιους.
Τις ιστορίες των καπετάνιων μάλιστα, δεν χρειαζόταν και πολύ να τις φανταστεί. Τις είχε ακούσει τόσες πολλές φορές στο λιμανάκι του Βροντάδου, όταν καθόταν παρέα με τον πατέρα του στη βάρκα και τον βοηθούσε με τα δίχτυα. Μαζεύονταν γύρω τους κι άλλοι ψαράδες και όλοι μαζί μοιράζονταν τις ιστορίες τους ή άκουγαν τους απόμαχους ναυτικούς που καπεταναίοι κάποτε, γύριζαν όλο τον κόσμο.
Από μικρός νόμιζε πως η φυσική του μυρωδιά ήταν η θαλασσινή. Όσο κι αν φώναζε η μάνα του να μαζευτεί από την θάλασσα, χειμώνα-καλοκαίρι, εκείνος εκεί, αν δεν βασίλευε ο ήλιος για τα καλά, δεν ξεκολλούσε από κοντά της. Και φυσικά, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ήθελε να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Ήθελε να είναι εκείνος που θα καταφέρει να δαμάσει τα κύματα και να τα υποτάξει στην ακόρεστη δίψα του για ταξίδια.
Εκείνο το καλοκαίρι, μόλις είχε τελειώσει τη τρίτη γυμνασίου και ανακοίνωσε στους γονείς του ότι ήθελε να κάνει τα χαρτιά του για να πάει στη σχολή Εμποροπλοιάρχων στον Ασπρόπυργο Αττικής. Ο πατέρας του όχι μόνο δέχτηκε την απόφασή του, αλλά καμάρωνε κιόλας. Ήξερε την αγάπη του για την θάλασσα και τη ζούσε κάθε φορά που τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια για ψάρεμα. Μια ζωή ψαράς και το μόνο που απεύχονταν, ήταν να τον ακολουθήσει και ο γιος του. Τα σκληρά και σκασμένα του χέρια, του θύμιζαν συνεχώς ότι ο μοναχογιός του δεν έπρεπε να έχει την ίδια τύχη μ’ εκείνον. Πάλευε χρόνια ολόκληρα με την καθημερινή ψαριά του να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει, αρκεί να μην τον δει να τον παιδεύει η θάλασσα. Και τώρα ο γιος του ήταν αυτός που ήθελε να παιδέψει τη θάλασσα, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο κυρ-Νίκος.
Η μάνα του από την άλλη, έπεσε να πεθάνει. Η κυρά-Σταματία γνώρισε τον άντρα της εκεί, στην ίδια γειτονιά, μερικά σπίτια παρακάτω. Της τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι που έλεγε: «Γιατί δεν με θες κυρά μου, επειδή είμαι ψαράς;» και μια και δυο, δεν άργησε να τον ερωτευτεί. Αηδόνι ο κυρ-Νικόλας και τη μάγεψε. Όμως μια ολάκερη ζωή, από νιόπαντροι ακόμα, μέχρι και σήμερα, δεν παύει να σταυροκοπιέται και να προσεύχεται κάθε φορά που εκείνος φεύγει για τη δουλειά του. Νύχτες ολόκληρες έμενε μόνη της, όταν οι αγέρηδες παρέσερναν τη βάρκα του προς τα τουρκικά παράλια κι εκείνος πάσχιζε να τη γυρίσει πίσω. Μόνον σαν άκουγε τον ήχο από το μάνταλο της αυλόπορτας ηρεμούσε και πετάγονταν από την καρέκλα της να του ανοίξει την πόρτα και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει και να κάνει ακόμα έναν μεγαλύτερο σταυρό, ευχαριστώντας τον Αϊ-Νικόλα που τον έφερε σώο στο σπιτικό τους.
Η κυρά-Σταματία λοιπόν, δεν άντεχε στην ιδέα ότι και το παιδί της αποφάσισε να θαλασσοπνίγεται κάθε τόσο κι αυτή να μένει στην ίδια καρέκλα ξάγρυπνη, όταν τα δελτία καιρού ήταν δυσοίωνα. Τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, γονάτισε στα πόδια του, όμως ο Αλέκος δεν άλλαζε γνώμη. Σκούπισε τότε τα μάτια της και του είπε:
«Αγόρι μου, ένα μόνο θα παρακαλάω στο Θεό από εδώ και πέρα. Να κρατά το τιμόνι σου και να σ’ οδηγεί μόνο σε ήρεμες θάλασσες».
Ο Αλέκος αφού πήρε και τη δική της ευχή, το πρώτο που έκανε, ήταν να κανονίσει ένα ταξίδι με τον πατέρα του στην Αθήνα, για να τακτοποιήσουν τα χαρτιά του για τις εξετάσεις στη σχολή και να δουν τι πρέπει να κάνουν παρακάτω. Αν λοιπόν, περνούσε στις εξετάσεις, από το φθινόπωρο θα ξεκινούσε μαθήματα και θα έμπαινε εσώκλειστος στη σχολή. Στρώθηκε στο διάβασμα και τα κατάφερε τελικά. Ο Αλέκος μπήκε στη σχολή εμποροπλοιάρχων και μάλιστα με τους καλύτερους βαθμούς, σχεδόν αριστούχος. Ο πατέρας του όταν το έμαθε, ξόδεψε όλο το μεροκάματο εκείνης της ημέρας σε κεράσματα στο καφενείο και το βράδυ που γύρισε σπίτι, τραγουδούσε γλυκά στην κυρά του, τραγούδια του καιρού τους. Η κυρά-Σταματία δε, μόνο προσεύχονταν, μόνο παρακαλούσε την Παναγιά και όλους τους Αγίους, να προσέχουν το παιδί της. Μέσα της χαίρονταν κι εκείνη και καμάρωνε και κάποιες στιγμές η ψυχή της αλάφρωνε από τα τραγούδια του κυρ-Νικόλα, όμως η έννοια της ήταν ο μοναχογιός της που θα έφευγε στα ξένα όπως έλεγε. Δεν είχε πάει ποτέ ούτε μέχρι την Αθήνα εκείνη και οπουδήποτε μακριά από το νησί της, έμοιαζε ξένο κι άγνωστο.
Τις λίγες μέρες που έμεναν μέχρι να φύγει για την Αθήνα ο Αλέκος, ήθελε να μαζέψει όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από το νησί του, για να τις πάρει μαζί του. Εκείνο το πρωινό λοιπόν, σκέφτηκε να κάνει μια μεγαλύτερη βόλτα στη Χίο. Να πάει μέχρι τον Κάμπο. Να δει μια ακόμα φορά εκείνα τα τεράστια σπίτια που τα έκρυβαν οι μεγάλοι αυλόγυροι και που τα περισσότερα ήταν σπίτια ναυτικών. Ένα τέτοιο ονειρεύονταν να χτίσει κι αυτός για τους γονείς του μια μέρα που θα γινόταν μεγάλος και τρανός καπετάνιος. Ένα μεγάλο σπίτι, μ’ έναν τεράστιο αυλόγυρο, που θα κλείνει μέσα του περβόλια με οπωροφόρα δέντρα και στη μέση ένα πηγάδι με παγωμένο νερό που θα κάθεται. Όνειρα παιδικά, όνειρα εφηβικά, όνειρα που ήξερε πως μια μέρα θα τα πραγματοποιήσει.
Χάθηκε στο πυκνό δίκτυο μικρών δρόμων που χαρακτηρίζουν την περιοχή του Κάμπου και ακολουθώντας τη μυρωδιά των λεμονιών, περπατούσε για ώρες. Μπορεί να έκανε και κύκλους, όμως δεν σταμάταγε. Κοιτούσε διαρκώς ψηλά, σα να μπορούσε να δει μέσα από τους ψηλούς χτιστούς μαντρότοιχους, αλλά το μόνο που κατάφερνε να δει ήταν οι άκρες των κλαδιών κάθε λογής οπωροφόρων. Σαν μεθυσμένος, παραπατούσε που και που, στέκονταν και πηδούσε όσο πιο ψηλά μπορούσε, μπας και καταφέρει να δει τι έκρυβαν τα θεόρατα τείχη που ορθώνονταν εμπρός στα μάτια του.
Σε μια τέτοια προσπάθεια, παραπάτησε και έπεσε κατάχαμα. Πίσω του ακούστηκε ο ήχος από ένα κουδουνάκι ποδηλάτου. Μια λευκή οπτασία τον προσπέρασε και γέλασε δυνατά. Ένα χαρούμενο κοριτσίστικο γέλιο. Μια μεγάλη πόρτα άνοιξε και η λευκή οπτασία με τα μακριά ξανθά μαλλιά χάθηκε καθώς έκλεινε πίσω της η τεράστια ξύλινη πόρτα. Δεν πρόλαβε να δει ούτε το πρόσωπό της. Δεν πρόλαβε να καταλάβει αν ήταν ξύπνιος ή ονειρεύονταν. Πέρασε πλάι του σαν αερικό και χάθηκε…
Σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και πλησίασε την πόρτα που έκρυβε το όνειρό του. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Η κοριτσίστικη φωνή γελούσε ακόμα, αλλά ταυτόχρονα ακούστηκε και μια γυναικεία φωνή.
«Φανούλα μου γύρισες;»
«Ναι, μαμά. Έκανα μια μεγάλη βόλτα κι έφτασα σχεδόν μέχρι τη χώρα. Αύριο το πρωί θα ξαναπάω».
«Να πας παιδί μου. Σε λίγες μέρες θα φύγουμε και δεν θα ξαναβρείς τέτοιο παράδεισο. Κοίτα να τον χορτάσεις».
Οι φωνές ήταν αληθινές. Άρα δεν ονειρεύονταν. Ο Αλέκος έμεινε λίγο ακόμα, αλλά οι φωνές χάθηκαν. Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Κοίταξε το ρολόι του και συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας του θα τον περίμενε εδώ και ώρα στο καφενείο όπου είχαν δώσει ραντεβού. Καθώς περπατούσε κι έμπαινε σιγά-σιγά στους δρόμους της πόλης και στη φασαρία, σκεφτόταν συνεχώς εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που σωριάστηκε και η λευκή οπτασία πέρασε σαν άνεμος και χάθηκε. Μέσα στις σκέψεις του, συνειδητοποίησε όμως και κάτι ακόμα. Η φωνή της Φανούλας, της οπτασίας δηλαδή, είπε ότι και αύριο θα πάει την ίδια βόλτα. Άρα και αύριο το πρωί θα περιφέρεται κάπου εκεί στον Κάμπο με το ποδήλατό της. Ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία, να διαπιστώσει ότι όλο αυτό δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικότητα.
Έτσι, το επόμενο πρωί πήγε και πάλι στον Κάμπο, λέγοντας στους γονείς του ότι ήθελε να συναντήσει κάποιους φίλους στη Χίο και να τους χαιρετίσει. Δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά τελικά κατάφερε να ανακαλύψει τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Είχε βάλει σημάδι ένα μαύρο τετράγωνο σχέδιο που ήταν σκαλισμένο επάνω της και όμοιό της δεν είχε καμία άλλη σε όλο τον Κάμπο. Αυτή τη φορά είχε πάει κι εκείνος με το ποδήλατο κι έφερνε βόλτες για ώρα στη γειτονιά.
Ώσπου, κάποια στιγμή, κοντά στο μεσημέρι, η λευκή οπτασία ξαναεμφανίστηκε. Καθώς ερχόταν από μακριά και τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν, ήταν ολόιδια με νεράιδα. Το κάτασπρο φόρεμά της και η λευκή της σάρκα την έκαναν να μοιάζει ψεύτικη, σαν πορσελάνινη κούκλα. Τον είδε που έκανε κύκλους έξω από την πόρτα και σταμάτησε, πριν χαθεί και πάλι μέσα της.
«Ψάχνεις κάτι;» τον ρώτησε.
«Ναι, χάθηκα μέσα στους στενούς δρόμους και δεν ξέρω πώς να γυρίζω πίσω» απάντησε ο Αλέκος που είχε σκεφτεί από πριν τις πιθανές κουβέντες που θα άνοιγε μαζί της όταν την έβλεπε.
«Δεν είσαι από εδώ;» τον ξαναρώτησε.
«Είμαι, αλλά όχι από τον Κάμπο. Από το Βροντάδο είμαι» είπε ο Αλέκος.
«Ούτε κι εγώ είμαι από εδώ, αλλά τον Κάμπο τον έμαθα από έξω κι ανακατωτά» είπε η Φανή.
«Από πού είσαι;» τη ρώτησε.
«Μένω με τους γονείς μου στην Αθήνα. Εδώ ερχόμαστε κάποια καλοκαίρια. Το σπίτι είναι του παππού μου κι ερχόμαστε για διακοπές» εξήγησε με μια ανάσα η Φανή.
Όσο του μιλούσε, ο Αλέκος την παρατηρούσε από πάνω έως κάτω. Ήταν περίπου στην ηλικία του, όμορφη, αλλά κυρίως αληθινή!
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Αλέκο. Αλέκο με λένε. Εσένα;» απάντησε ξαφνιασμένος.
«Φανή. Λοιπόν, θες να σου δείξω το δρόμο για τη Χίο ή θα συνεχίσεις να κάνεις βόλτες έξω από την πόρτα μου;» του είπε και χαμογέλασε σαν να είχε καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα είχε πει ο Αλέκος.
«Θα έρθεις μαζί μου μέχρι εκεί;»
«Ναι. Εγώ δεν χάνομαι βλέπεις κι ας μην είμαι από εδώ όπως εσύ» του απάντησε χαμογελώντας κοροϊδευτικά.
Έκαναν ποδήλατο μέχρι την άκρη του Κάμπου πλάι-πλάι. Η Φανή του μιλούσε συνεχώς και του εξηγούσε πού οδηγεί κάθε δρομάκι που συναντούσαν. Ο Αλέκος την άκουγε και την ακολουθούσε μαγεμένος. Μέχρι τη στιγμή που σταμάτησαν και λίγο πριν χωριστούν, του είπε ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε με τους δικούς της στην Αθήνα. Εκεί το όνειρο τελείωσε για τον Αλέκο. Την ευχαρίστησε ευγενικά και κίνησε να φύγει.
Πήγαινε άκρη-άκρη στο δρόμο παράλληλα με την ακτή. Στα μάτια του το μόνο που ερχόταν, ήταν το πρόσωπό της και το γάργαρο γέλιο της. Μπήκε στο σπίτι αμίλητος, κάθισε στο τραπέζι, έφαγε και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Όταν πια σκοτείνιασε, σηκώθηκε και βγήκε μια βόλτα τη θάλασσα. Περπάτησε ίσα με το τέλος της τσιμεντένιας σκάλας που έμπαινε στη θάλασσα και στάθηκε να κοιτάζει το είδωλο του φεγγαριού που καθρεπτίζονταν στα σκοτεινά νερά. Πάλι η μορφή της εμφανίστηκε. Πάλι η λευκή οπτασία μπροστά του.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα και ο Αλέκος ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε στη σχολή, πότε άρχισαν τα μαθήματα, πότε πέρασε ο καιρός. Ήταν όμως φορές που έμενε μόνος του και τη σκέφτονταν. Πόσο ήθελε να νιώσει και πάλι την αύρα του δικού του αερικού; Και περνούσαν οι μήνες, που γρήγορα έγιναν χρόνια. Άρχισαν και τα ταξίδια και η οπτασία του έγινε μια γλυκιά ανάμνηση, λουσμένη από το άρωμα ενός λεμονανθού.
Ο Αλέκος έγινε τελικά καπετάνιος. Και ταξίδευε. Όλο ταξίδευε. Στη Χίο επέστρεφε μόνο για λίγα εικοσιτετράωρα, για να δει τους δικούς του. Κι έφευγε πάλι. Όλο έλεγε να ψάξει να τη βρει και όλο το ανέβαλλε. Στο μεταξύ, το ψηλό λιγνό και ξερακιανό αγοράκι, είχε μεταμορφωθεί σε έναν ψηλό γεροδεμένο νεαρό και μάλιστα πολύ γοητευτικό. Οι γωνίες του προσώπου του, του χάριζαν μια ομορφιά που πολλοί άντρες θα ζήλευαν. Την καρδιά του προσπάθησαν να κλέψουν πολλές σειρήνες της στεριάς, καμιά όμως δεν μπόρεσε να τον μαγέψει και να τον κρατήσει περισσότερο από λίγο καιρό κοντά της. Σαν να ήταν δέσμιος μιας και μόνο μάγισσας, χωρίς να το ξέρει εκείνος. Πολλές φορές που την έφερνε στο μυαλό του, αναρωτιόταν πώς να ήταν άραγε τώρα, μετά από τόσα χρόνια. Θα τον θυμόταν που και που ή θα τον είχε ξεχάσει για πάντα; Τι θα μπορούσε να σημαίνει αλήθεια για εκείνη, μια αθώα, εξυπηρετική βόλτα με το ποδήλατο; Ίσως τίποτα. Ίσως μόνο για τον Αλέκο να σήμαινε πολλά…
Ήρθε όμως μια χρονιά, που η νοσταλγία του έγινε πιο έντονη. Εκείνο το Πάσχα θα το περνούσε στο νησί του. Είχε πάρει αρκετές μέρες άδεια και ήθελε να το περάσει με τα γεροντάκια του, όπως τους έλεγε. Η κυρά-Σταματία μόλις τον άκουσε από το τηλέφωνο να της ανακοινώνει ότι το Σάββατο των Βαΐων θα ήταν στο σπίτι, ξεσήκωσε τους πάντες. Ασβέστωσε την αυλή, το σπίτι, έβγαλε από τη σερβάντα κι έπλυνε ξανά και ξανά τα καλά σερβίτσια και τα κοφτά τραπεζομάντηλα. Ο ερχομός του μοναχογιού της ήταν σημαντικότερος από το Πάσχα. Ο κυρ-Νικόλας, συνταξιούχος πια, άρχισε πάλι να κερνά τους φίλους και συγχωριανούς στο καφενείο και να γυρνά στο σπίτι τραγουδώντας.
Ο Αλέκος γύρισε και η Μεγάλη εβδομάδα, έγινε ολόκληρη μια κυριακάτικη Λαμπρή. Απόλαυσε κάθε στιγμή περιποίησης της μάνας, πήγαινε παρέα στο καφενείο με τον πατέρα του που περπατούσε δίπλα του όλο καμάρι και ξενυχτούσε με τους παιδικούς του φίλους μέχρι τα ξημερώματα στα στέκια τους. Μέχρι που δήλωσε πρώτος και καλύτερος ότι θα παραστεί στον ρουκετοπόλεμο στο Βροντάδο. Έτσι κι έγινε. Και μετά την Ανάσταση ακολούθησε ο ρουκετοπόλεμος κι ύστερα τρελό ξεφάντωμα ως το πρωί.
Κόσμος περπατούσε χαρούμενος στα στενά της Χίου. Μαστίχα μύριζε παντού. Μαστίχα και πασχαλιά. Μια ανάκατη μπερδεμένη μυρωδιά, ικανή να μεθύσει και τον πιο ισχυρό. Η παρέα του Αλέκου κατέληξε σ’ ένα μπαράκι σχεδόν πάνω στο κύμα, κοντά στο λιμάνι. Κάθισαν σε μια γωνία στο μπαρ και παρήγγειλαν τα ποτά τους. Νέα παιδιά παντού, που χόρευαν, τραγουδούσαν και γελούσαν ξένοιαστα.
Ο Αλέκος σήκωσε το ποτήρι του για να πιει την τελευταία γουλιά από το ποτό του. Όπως το κράτησε στα χείλη του, είδε μέσα από τον πάτο του ποτηριού κάτι και στο μυαλό του ήρθε εκείνο το τραγούδι που λέει: «Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω!». Κι όμως, αυτό που έβλεπε δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν αληθινό. Αυτή η κοπέλα που στεκόταν απέναντί του, του ήταν τόσο γνώριμη, που θα έδινε και όρκο ότι ήταν η οπτασία του. Τα μαλλιά της ξανθά όπως τότε, το δέρμα της άσπρο, τα μάτια της φωτεινά και το γέλιο της γάργαρο.
Σαν υπνωτισμένος κινήθηκε προς το μέρος της. Την χαιρέτισε και τη ρώτησε διστακτικά μήπως τη λένε Φανή. Όταν εκείνη του απάντησε θετικά, της θύμισε τη μία και μοναδική τους βόλτα. Η Φανή χάρηκε τόσο που τον είδε που άπλωσε αμέσως τα χέρια της να τον αγκαλιάσει. Όλο το βράδυ έλεγαν τα νέα τους. Όσα δηλαδή είχε συμβεί στη ζωή τους από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα. Έδωσαν ραντεβού την επόμενη έξω από το ίδιο μπαράκι, για να πάνε μια βόλτα στο νησί και να γνωριστούν καλύτερα. Η χημεία μεταξύ τους ήταν απίστευτη, αυτή η παράξενη λέξη που μόνο οι ερωτευμένοι την κατανοούν, απέφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις κι εκρήξεις που ο φτερωτός θεός, δεν προλάβαινε να πετά τα βέλη του.
Τη δική τους Λαμπρή, την πέρασαν περπατώντας στα ζωγραφισμένα δρομάκια στο χωριό Πυργί, πίνοντας ούζο με άρωμα μαστίχας στα Μεστά και μεθυσμένοι από έρωτα κατέληξαν στους ανεμόμυλους του Βροντάδο, όπου την πήγε για να της δείξει τον τόπο του. Εκεί όπου ξενύχτισε για να την σκέφτεται παιδί. Εκεί όπου την κρατούσε τώρα στην αγκαλιά του και ήταν αυτός ο καπετάνιος της καρδιάς της… "
Δήμητρα Τράκα.



















Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Οκτώβρης, καινούργιο τεύχος και μάλιστα αφιερωμένο στην πόλη μου τη Θεσσαλονίκη!!!
Σας αφήνω να το απολαύσετε...
Το άρθρο μου φέρει τον τίτλο "Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι χαλαρά, σε λέω!"
και είναι γραμμένο για το τεύχος Οκτωβρίου του Περιοδικού Αναζητήσεις.


«Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι 

χαλαρά, σε λέω!»


Γράφει η Δήμητρα Τράκα

Με φωνάζουν Πολ, αλλά κάποτε με βάφτισαν Παύλο, γιατί γεννήθηκα ανήμερα της γιορτής Πέτρου και Παύλου. Ακόμα και οι γονείς μου το έχουν ξεχάσει ή τουλάχιστον θέλουν να το έχουν ξεχάσει. Δεν είναι και λίγα τα σαράντα χρόνια στην ξενιτιά βλέπεις.
«Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι χαλαρά, σε λέω!» μια φράση που δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ, γιατί μου άλλαξε τη ζωή. Μια ζωή στρωμένη, εύκολη, ιδανική. Μια ζωή όμως άδεια. Μια ζωή που απέτυχα να την γεμίσω μία φορά και τώρα προσπαθώ να ξαναρχίσω από την αρχή.
Καλύτερα όμως να σας τα πω και από την αρχή, για να καταλάβετε, γιατί αν συνεχίσω να μιλάω ασυνάρτητα πιο πολύ θα μοιάζω με τρελό που χάθηκε, παρά με λογικό που ξαναγεννήθηκε.
Σαράντα χρόνια είπα πριν; Ε, πες σαράντα και κάτι ψιλά. Κόντευα να γίνω ενός, όταν μαζί με τη μάνα μου μπήκαμε στο τρένο, που θα μας πήγαινε στη Γερμανία. Ο πατέρας μου είχε φύγει πρώτος, αλλά επειδή η μάνα μου ήταν σε ενδιαφέρουσα δεν τον ακολούθησε. Μόλις όμως ξεπετάχτηκα σαν μωρό λίγο και ετοιμάστηκαν τα χαρτιά μας, με πήρε και πήγαμε κι εμείς κοντά του. Οικονομικούς μετανάστες τους έλεγαν τότε, όσους έφευγαν από την πατρίδα τους για να βρουν μια καλύτερη τύχη. Εγώ σήμερα, τους λέω ονειροπόλους, αλλά κινούμενους προς λάθος κατεύθυνση. Έκαναν όνειρα φεύγοντας για ένα καλύτερο αύριο. Και δεν είναι ψέμα ότι πολλοί το βρήκαν. Κάποιοι παρέμειναν και συνέχισαν τη ζωή τους εκεί και κάποιοι επέστρεψαν μόλις μάζεψαν όσα χρειάζονταν.
Δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα κάποτε, πριν σαράντα χρόνια στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, ούτε και μπορώ να θυμηθώ βέβαια, αφού ήμουν πολύ μικρός, αλλά τώρα που γύρισα, δεν μπορώ να καταλάβω πώς άντεξαν κι έφυγαν από αυτόν τον τόπο. Το μόνο που παρακαλάω τον Θεό τώρα, είναι να μην χρειαστεί να ακολουθήσω κι εγώ τα βήματα των γονιών μου.
Φύγαμε λοιπόν και όταν φτάσαμε στο Μόναχο, δεν μας περίμενε κανείς. Ο πατέρας μου είχε βάρδια στο εργοστάσιο και δεν μπορούσε να έρθει να μας παραλάβει. Η μάνα μου άρχισε να ρωτά δεξιά και αριστερά στα ελληνικά βέβαια, αφού δεν ήξερε λέξη γερμανικά, όποιον έβλεπε μπροστά της και του έδειχνε ένα χαρτί που έγραφε τη διεύθυνση που της είχε στείλει ο πατέρας μου. Το χαρτί ήταν ένα κομμάτι από τον φάκελο που περιείχε ένα από τα γράμματα που της έστελνε. Έτσι, μετά από ώρα, ενώ την παρατηρούσε ένας σταθμάρχης να ψάχνει εδώ κι εκεί, την πλησίασε και της εξήγησε, δεν ξέρω κι εγώ πώς, ότι έπρεπε να ανέβουμε σε ένα άλλο τρένο και σε λίγα λεπτά θα ήμασταν εκεί που έγραφε το χαρτί. Τη βοήθησε να βγάλει το εισιτήριο και της κουβάλησε τη ξύλινη βαλίτσα επάνω στο βαγόνι. Η μάνα μου ακόμα τον μελετάει εκείνο τον άνθρωπο στις προσευχές της και παρακαλεί το Θεό να τον έχει καλά.
Όταν φτάσαμε κάποια στιγμή τέλος πάντων στο σπίτι του πατέρα μου, ποιο σπίτι δηλαδή, σε μια κάμαρη όλη κι όλη, εκείνος μόλις είχε μπει μέσα και μας περίμενε. Είχε νυχτώσει και ήμασταν όλοι κουρασμένοι. Η μάνα μου με είπε, ότι εκείνο το βράδυ το μόνο που πρόφτασαν να πουν είναι μια καληνύχτα και να κοιμηθούμε όλοι μαζί, στριμωγμένοι στο ίδιο κρεβάτι, σ’ αυτό το ένα από τα ελάχιστα έπιπλα της κάμαρας.
Μέσα σε μια εβδομάδα, ήθελαν δεν ήθελαν προσαρμόστηκαν στις καινούργιες συνθήκες. Δούλευαν βάρδιες εναλλάξ για να είναι κάποιος σπίτι και να με προσέχει. Μόνον όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να πηγαίνω σχολείο, οι γονείς μου κάπως ξεκουράστηκαν. Κάπως όμως, όχι τελείως. Γιατί τότε άρχισε καινούργιος αγώνας. Τις ώρες που ήμουν εγώ στο σπίτι και διάβαζα, όποιος από τους δύο τύχαινε να μην δουλεύει, καθόταν μαζί μου και διάβαζε κι εκείνος. Αυτό γινόταν μέχρι να βγάλω το δημοτικό. Μέχρι εκεί έφταναν τα γράμματα που τους χρειάζονταν, για να μπορούν να συνεννοηθούν καλύτερα στα γερμανικά. Από εκεί και πέρα, μου έλεγαν πως όσα παραπάνω και να μάθαινα θα ήταν για δικό μου καλό, για εκείνους δεν ήταν άλλο πια απαραίτητο.
Τότε δεν το κατάλαβα, αλλά όταν κατάφερα και μπήκα σε μια σχολή οικονομικών και είδα τη χαρά τους μόλις αποφοίτησα και βρήκα αμέσως δουλειά, τότε αντιλήφθηκα πόσο δίκιο είχαν. Ως τότε βέβαια, δεν μέναμε πια σ’ εκείνη την κάμαρα, αλλά σε ένα μικρό διαμέρισμα σε μια μικρή πόλη κοντά στο Μόναχο. Εκεί ήταν πιο κοντά στο εργοστάσιο που δούλευαν οι γονείς μου. Και φυσικά, εκεί μένουν ακόμα οι δυο τους. Συνταξιούχοι κι ευτυχισμένοι που πρόκοψα εγώ κι ας στερήθηκαν μια ολάκερη ζωή εκείνοι.
Όταν τελείωσα με το Πανεπιστήμιο κι επειδή είχα καλούς βαθμούς, ένας καθηγητής μου με σύστησε σε κάποιον γνωστό του, που έχει ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει μηχανήματα παραγωγής διαφόρων υλικών. Εκεί με πήραν στην αρχή σαν βοηθό στο λογιστήριο, μέχρι να μάθω τα κατατόπια. Μέσα σε δυο χρόνια όμως, όταν πια είχα φτάσει στα είκοσι επτά, έγινα κι εγώ ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας, γιατί όπως έλεγε ο καθηγητής μου, το μυαλό μου είναι ξουράφι. Η αλήθεια είναι, πως συμμετείχα ενεργά στην επίλυση κάποιων σημαντικών οικονομικών προβλημάτων της εταιρείας και ο διευθυντής το εκτίμησε δεόντως κι έτσι μου πρότεινε μια καλή προαγωγή κι έφτασα εδώ που έφτασα σήμερα.
Παρέλειψα να σας πω, ίσως όχι τυχαία, αλλά επειδή δεν θέλω να αναφέρομαι συχνά σε αυτό το θέμα γιατί ακόμα με πονάει λιγάκι, πως όσο σπούδαζα γνώρισα μια κοπέλα. Την ερωτεύτηκα τρελά και μέσα σε έναν χρόνο παντρευτήκαμε κιόλας. Επειδή ακόμα ήμασταν όμως φοιτητές, στην αρχή μέναμε μαζί με τους γονείς μου κι αργότερα νοικιάσαμε μια γκαρσονιέρα και μείναμε μόνοι μας. Ο έρωτας όμως, μάλλον δεν ήταν αρκετός για να καλύψει κάποιες επιπλέον ανάγκες μας και σύντομα, με τη δικαιολογία της ασυμφωνίας χαρακτήρων, το διαλύσαμε. Μου κόστισε, γιατί έκανα όνειρα με αυτή τη κοπέλα, αλλά ως φαίνεται δεν ήταν κοινά με τα δικά της. Εκείνη βιάζονταν να τα πραγματοποιήσει πιο γρήγορα, ενώ εγώ περίμενα πάντα την κατάλληλη στιγμή. Έτσι, επέστρεψα στους δικούς μου για να μην έχω επιπλέον έξοδα, γιατί ακόμα ο μισθός μου δεν ήταν και πολύ μεγάλος κι έπειτα δεν άντεχα να μένω κάπου, όπου όλα γύρω μου θύμιζαν εκείνη.
Στο μεταξύ μέχρι τώρα, έκανα κι άλλες σχέσεις, όχι κάτι σοβαρό, αλλά δεν άφησα να με πάρει από κάτω. Άλλωστε παραδέχομαι ότι πάντα ήμουν, είμαι και θα είμαι λάτρης του ωραίου φύλου, μέχρι να βρεθεί η μία και μοναδική. Στη δουλειά μου τα πήγαινα όλο και καλύτερα, μέχρι που έφτασα στο σημείο να αναλάβω τις συμφωνίες που κλείνονταν εκτός συνόρων της χώρας. Κάπως έτσι βρέθηκα και πάλι πίσω στην Ελλάδα.
Τέλη Ιουλίου, είχα κανονίσει αφού πρώτα κλείσω τη δουλειά με την εταιρεία στην οποία με έστειλαν να συζητήσω, να πάρω ένα μήνα άδεια και να τον περάσω την Ελλάδα. Και όπως ήρθαν τα πράγματα στο τέλος, δεν έφυγα ποτέ πια πίσω. Επέστρεψα στη Γερμανία δηλαδή να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες της δουλειάς μετά τη λήξη της άδειάς μου, να αποχαιρετίσω τους γονείς μου, αφού δεν ήθελαν προς το παρόν να με ακολουθήσουν και να γυρίσω πίσω εκεί όπου ανήκω τελικά.
Το πατρικό μου στην Αγίου Δημητρίου, απέναντι ακριβώς από την εκκλησία του πολιούχου αγίου, ήταν άδειο εκείνη την εποχή. Όταν έφυγα με την μάνα μου, είχε αναλάβει μια θεία μου να το νοικιάζει και να μας στέλνει τα χρήματα και τα τελευταία χρόνια το νοίκιαζε σε φοιτητές, γιατί τους βόλευε η περιοχή. Τα καλοκαίρια όμως ήταν πάντα άδειο. Αποφάσισα να μείνω στο σπίτι μου λοιπόν, ήταν κι επιπλωμένο, έτσι το νοικιάζαμε και βολεύτηκα μια χαρά.
Δυο τετράγωνα μακριά μένει και η θεία μου που έχει δυο γιους περίπου στην ηλικία μου και είχα και παρέα στην Ελλάδα από την πρώτη στιγμή. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα είχα τελειώσει με τη δουλειά που είχα να κάνω και γρήγορα ξεκίνησε η άδειά μου. Τα ξαδέρφια μου, ο Γρηγόρης και ο Κυριάκος φρόντισαν να μου κάνουν ξεναγήσεις σχεδόν σε όλη τη Θεσσαλονίκη, αλλά πολλές φορές επειδή ήμουν πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης έβγαινα και περπατούσα με τα πόδια.
Περπάτησα ώρες μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Με χτύπησαν χαρμάνια φτιαγμένα με μεράκι. Αγόρασα φρέσκα λουλούδια από τα Λουλουδάδικα και τα έβαλα σ’ ένα βάζο στο σπίτι μου. Ψώνισα κρέατα ντόπια και λαχανικά από το Καπάνι, για να τα πάω στη θεία μου να μας μαγειρέψει ένα βράδυ. Κάθε μέρα μου είχε και κάτι νόστιμο αφημένο στην κουζίνα μου όταν γύριζα από τις βόλτες μου, σήμερα ήθελα να της ψωνίζω εγώ για να μας τα ετοιμάσει. Και λίγο πριν γυρίσω σπίτι, πέρασα από την Αριστοτέλους και μπήκα σ’ ένα από τα παλιά γνωστά ζαχαροπλαστεία, μια μεγάλη τούρτα για να τους γλυκάνω και να τους ευχαριστήσω που με δέχτηκαν στην οικογένειά τους σαν ισότιμο μέλος της.
Τις επόμενες μέρες, πήραν ρεπό τα ξαδέρφια μου εναλλάξ και πήγαμε για μπάνιο σε κοντινές παραλίες. Η ζέστη που για εκείνους ήταν αποπνικτική, για εμένα ήταν πολύ ευχάριστη και δεν με ενοχλούσε καθόλου. Δούλευαν και οι δύο στο κατάστημα υποδημάτων του πατέρα τους και δεν ήθελαν να τον αφήνουν τελείως μόνο. Εγώ πάλι, όταν πήγαινα να δω τον θείο μου κάθε φορά που κατέβαινα στο κέντρο, μου άρεσε να κάθομαι έξω από τη βιτρίνα του μαγαζιού.
Το κατάστημα ήταν πάνω στην Εγνατία, στον κεντρικότερο δρόμο της Θεσσαλονίκης. Από εκεί περνούσαν όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς και μπορούσε κανείς να πάει σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης από εκεί. Ακόμα και οι διαβάτες που άσχετα με τον προορισμό τους και τον λόγο που βρέθηκαν στο κέντρο, ένα πέρασμα από την Εγνατία το έκαναν πάντα. Αυτούς μου άρεσε να χαζεύω. Τους περαστικούς. Οι άνθρωποι σε αυτή την πόλη έχουν έναν παράξενα γοητευτικό τρόπο να κινούνται. Πότε θα είναι βιαστικοί και πότε χαλαροί. Πότε χαρούμενοι και πότε σκυθρωποί. Πότε κουρασμένοι και πότε ξεκούραστοι. Κάθε φορά πάντως που περνούν από ένα κατάστημα, θα σταθούν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα και θα χαζέψουν στη βιτρίνα του.
Μου έκανε εντύπωση δε, ότι ακόμα και οι βιαστικοί δεν περπατούσαν με το κεφάλι χαμηλά. Έτρεχαν μεν, με το κεφάλι να κοιτάζει γύρω δε. Σαν να μην βιάζονταν ένα πράγμα. Άσχετα αν κοιτούσαν συχνά πυκνά το ρολόι τους. Και φυσική κατάληξη των περισσότερων που κινούνταν στο κέντρο είτε για δουλειά είτε για βόλτα, ήταν η παραλία και ο καφές μπροστά στη θάλασσα. Ακόμα κι αν χρειαζόταν να περιμένουν στην ουρά για ένα τραπεζάκι, επέμεναν να στέκονται όρθιοι μέχρι κάποιο να αδειάσει. Κάθε μαγαζί και ένα διαφορετικό στέκι. Κάθε τραπεζάκι και ένα διαφορετικό θέμα συζήτησης. Και καθόλου απίθανο, με αφορμή για παράδειγμα την αναζήτηση ενός χαμένου αναπτήρα, η παρέα μπορεί και να μεγάλωνε.
Τότε ήταν που άκουσα τον θείο να μου λέει αυτή τη φράση:
«Μείνε στη Θεσσαλονίκη. Εδώ όλα είναι χαλαρά, σε λέω!» μου είπε όταν με είδε να κοιτάζω γύρω μου κάπως ‘ζηλιάρικα’. Κατάλαβε ότι αυτό που έβλεπα γύρω μου, μου άρεσε και ήθελα να το ζήσω. Ή μάλλον κατάλαβε, ότι αυτή η πόλη με μάγεψε, με πλάνεψε, με έριξε στα δίχτυα της σαν γυναίκα και με φυλάκισε, μην αφήνοντάς με να την αποχωριστώ ποτέ πια.
Ακόμα και στο τέλος της ημέρας, τίποτε δεν ηρεμούσε για να ξεκινήσει την επομένη από την αρχή. Αυτή η πόλη δεν κοιμάται ποτέ τελικά, αλλά κυρίως δεν βιάζεται καθόλου. Ίσως γι’ αυτό και αντέχει τόσα χρόνια η ομορφιά της. Όπου και να σταθείς, όλο και κάτι όμορφο θα δεις.
Από την παραλία της, με φύλακά της τον Μέγα Αλέξανδρο, λίγο πιο πέρα από τον Λευκό Πύργο. Από τα Κάστρα και την Άνω Πόλη, που απλώνεται όλη η Θεσσαλονίκη στα πόδια σου. Από τις άπειρες εκκλησίες της που κρατούν καλά κρυμμένους τους θησαυρούς της πίστης μας και μαρτυρούν όσα πέρασε η πόλη μέσα στο χρόνο. Από τα μουσεία που φέρουν στο φως τη βαριά ιστορία των προγόνων και των εποχών.
Ή μήπως από τους ανθρώπους; Τους μερακλήδες, τις νοικοκυρές, τους έμπορους και τους βιοπαλαιστές. Τους γηραιότερους που ακόμα θυμούνται και πασχίζουν να μην ξεχάσουν για να παραδώσουν στους νεότερους που προσπαθούν να διατηρήσουν, κάποιες φορές ίσως λίγο άγαρμπα, αλλά στο τέλος τα καταφέρνουν. Έτσι δεν γίνεται σε κάθε τόπο; Ο άνθρωπος προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό ότι αγαπά και τον τόπο του πάντα τον αγαπά…   

Σε αυτή την πόλη γεννήθηκα και μεγάλωσα κι εγώ αγαπητοί μου αναγνώστες. Στην Θεσσαλονίκη. Ταξίδεψα σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Γνώρισα και αγάπησα τόπους και ανθρώπους. Όμως πάντα επιστρέφω εδώ! Δήμητρα Τράκα





















   

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Σεπτέμβρης μπήκε για τα καλά...

Και μιας και οι διακοπές τελείωσαν και το άλμπουμ της καρδιάς μας είναι γεμάτο με καινούργιες αναμνήσεις, ας συνεχίσουμε με τις παλιές καλές αγαπημένες μας συνήθειες. Ιστορίες ηρώων από όλη την Ελλάδα, που ταξιδεύουν, ζουν και περιφέρονται έστω και νοερά σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας, έρχονται να τις μοιραστούν μαζί μας, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ της Μαρίας Στυλιανού και φέρουν τη δική μου υπογραφή.
Εύχομαι σε όλους σας φίλοι μου καλά ταξίδια του μυαλού και της ψυχής με οδηγό την πένα μου...
Δήμητρα Τράκα

Για το περιοδικό ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ 
τεύχος Σεπτεμβρίου.

Γιατί η καρδιά, μπορεί να περιμένει…
στην Αίγινα.
Γράφει η Δήμητρα Τράκα


Άνοιξε τα κόκκινα ξύλινα παντζούρια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Οξυγόνο και άφθονος θαλασσινός αέρας εισέβαλαν μέσα της και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Κούνησε τη μικρή άδεια γλάστρα που ήταν στο περβάζι, ακουμπισμένη χρόνια ολόκληρα και χαμογέλασε, καθώς έξυσε με τα δάχτυλά της το ξερό χώμα. Κάποτε, μόλις άνοιγε το παράθυρο και κουνιόταν λίγο τα φύλλα του βασιλικού, μοσχοβολούσε όλο το σπίτι. Ξεράθηκε όμως κι αυτό. Ξεράθηκε, όπως κι εκείνη.
Έφτασε στην Αίγινα με το τελευταίο βραδινό καραβάκι. Δεν ήθελε να συναντήσει κανέναν. Ήθελε να κάνει ένα ξεκίνημα ή έστω μια ακόμα συνέχεια από την αρχή. Από το πρώτο φως της μέρας. Ευτυχώς ούτε ο ταξιτζής που την παρέλαβε από το λιμάνι δεν τη γνώρισε, αφού ήταν νέος στο νησί και δεν χρειάστηκε να ξεκινήσει την απολογία της αμέσως. Σιγά-σιγά, όσο περνούσε ο καιρός και την ανακάλυπταν συγγενείς και παλιοί φίλοι, θα είχε το χρόνο να τους εξηγήσει πώς βρέθηκε πάλι πίσω στο σπίτι της.
Ευτυχώς είχε προνοήσει και είχε εφοδιαστεί καφέ και ζάχαρη, προβλέποντας ότι το επόμενο πρωί πριν ξεκινήσει το καθάρισμα του σπιτιού, ένας καφές θα της έδινε την απαραίτητη δύναμη. Έκανε λοιπόν τον πρώτο καφέ της ημέρας και κάθισε στο στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας. Το άρωμα του καφέ που γέμισε το δωμάτιο, λες και ξύπνησε τα φαντάσματα του παρελθόντος. Αυτή η μυρωδιά ήταν τόσο γνώριμη στη Μαρίνα, που αισθάνθηκε ότι από την πόρτα θα έβλεπε να μπαίνει ο πατέρας της και να την ευχαριστεί για τον γλυκύ βραστό που του έφτιαξε. Ο πρώτος καφές της ημέρας του πατέρα της, τα καλοκαίρια που δεν είχε σχολείο, ήταν αποκλειστικά δική της υπόθεση, πριν φύγει για τη δουλειά του.
Μετά την πρώτη ρουφηξιά της, πίστεψε πως θα δει ν’ ακολουθεί από το εσωτερικό του σπιτιού και η μάνα της. Έτοιμη να ξεκινήσει με την καθημερινή λάτρα του σπιτιού, αλλά πρώτα έπρεπε να ετοιμάσει το φαγητό. «Τελικά, τα φαντάσματα των γονιών μας, είναι αυτά που δεν φοβόμαστε ποτέ» σκέφτηκε κι ένα δάκρυ άφησε να κυλήσει από τα μάτια της, χωρίς να μπει στον κόπο να το σκουπίσει. Σα να ήθελε να θυμηθεί ξανά. Σα να ήθελε να τα ζήσει όλα πάλι.
Έφυγε από το σπίτι της, ακόμα με το νυφικό. Την ίδια μέρα του γάμου. Ή καλύτερα την ίδια νύχτα. Ο Αριστείδης ήταν γιατρός κι εκείνο το βράδυ τον ειδοποίησαν ότι έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα, άσχετα που είχε άδεια λόγω γάμου, γιατί συνέβη ένα άσχημο τροχαίο και η κλινική χρειαζόταν τη βοήθειά του. Έτσι, το πρώτο βράδυ παντρεμένη το πέρασε μόνη την σ’ ένα άγνωστο σπίτι. Δεν είχε πάει ως τότε να το δει. Ο Αριστείδης της είχε πει μόνο ότι το είχε εξοπλίσει με όλα τα κομφόρ της εποχής και ότι δεν θα της έλειπε τίποτα.
Δεν είχε λόγο ν’ αμφισβητήσει τότε, ούτε τα λόγια του Αριστείδη, ούτε τα αισθήματά του για εκείνη, ούτε όμως και την έννοια των γονιών της για τη δική της ευτυχία. Δεν τον ήξερε τον έρωτα και όπως φάνηκε, δεν χρειάστηκε να τον μάθει. Μόνο την αγάπη γνώρισε και αυτό της ήταν αρκετό.
«Τι κι αν δεν τον ξέρεις κόρη μου; Τι κι αν δεν τον αγαπάς; Θα τον αγαπήσεις. Είναι το καλύτερο και το πιο προκομμένο παιδί του νησιού. Άρχοντας σωστός. Άκουσες τι είπε στον πατέρα σου. Δεν θα σου λείψει τίποτα. Και μεταξύ μας, από ό, τι κατάλαβα, εκείνος μάλλον σε έχει ήδη αγαπήσει. Για να στέλνει ο ίδιος το προξενιό και όχι ο πατέρας του, σημαίνει ότι κάπου σε είδε, κάπου σε συνάντησε και η καρδιά του χτύπησε για εσένα. Δεν χρειάζονται οι έρωτες. Θα το καταλάβεις με τον καιρό» ήταν τα τελευταία λόγια της μάνας της, λίγο πριν ο πατέρας της δώσει τα χέρια με τον πατέρα του Αριστείδη και συμφωνήσουν για το προξενιό.
Η Μαρίνα άβγαλτη όπως ήταν, δεν έφερε αντίρρηση. Για να το λέει η μάνα της που κι εκείνη παντρεύτηκε με προξενιό τον πατέρα της και για να είναι όπως τους βλέπει έτσι αγαπημένους μετά από τόσα χρόνια γάμου, αυτό σημαίνει ότι έχει δίκιο. Στον πατέρα της δε, πού να τολμήσει να φέρει αντίρρηση. Ο λόγος του διαταγή. Μπορεί να γινόταν αλοιφή για την κόρη του, αλλά όταν έδινε το λόγο του, δεν τον έπαιρνε πίσω. Αν και για να λέμε του στραβού το δίκιο, ο πατέρας της δεν θα έλεγε το «ναι» στο προξενιό, αν δεν ήταν εκατό τις εκατό βέβαιος ότι η μονάκριβη θυγατέρα του θα ήταν ευτυχισμένη. Έτσι κι έγινε. Η Μαρίνα και ο Αριστείδης παντρεύτηκαν στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου του Θαλασσινού, στο λιμάνι που ήταν περιτριγυρισμένο με τα παλιά κανόνια και το ίδιο βράδυ αναχώρησαν βιαστικά για την Αθήνα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν παραπονέθηκε ποτέ για τη ζωή της. Εκτός από το γεγονός ότι έχασε νωρίς τον σύντροφό της. Όλη της η ζωή κύλησε όμορφα. Πότε στα πάνω, πότε στα κάτω, όπως όλος ο κόσμος. Ο Αριστείδης την αγάπησε αληθινά και δεν στέρησε τίποτα ούτε από τη γυναίκα του, ούτε από τα παιδιά του. Πιστός σύντροφος και σωστός οικογενειάρχης. Το μόνο που δυσκόλεψε λίγο τη Μαρίνα, ήταν το ακαθόριστο ωράριο της δουλειάς του, αλλά με τον καιρό το συνήθισε και αυτό. Έμαθε και την Αθήνα. Μεγάλωσε και τα δυο παιδιά τους όσο πιο καλά μπορούσε. Τα σπούδασαν, τα πάντρεψαν και όλα κυλούσαν ήσυχα.
Ήσυχα μέχρι εκείνο το καταραμένο πρωινό που χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Αριστείδης έπαθε ανακοπή την ώρα που καθισμένος στο καφενείο έπινε το ουζάκι του με έναν παλιό του φίλο. Ήταν μόνη της. Τα παιδιά ζούσαν σε άλλες πόλεις με τις οικογένειές τους εδώ και χρόνια. Τι να έκανε; Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Μάζεψε τα παιδιά κοντά της και προσπάθησε να σταθεί όρθια για να μην τους δημιουργήσει προβλήματα. Θρήνησε βουβά και με αξιοπρέπεια και στο τέλος τους έστειλε πίσω στα σπίτια τους για να συνεχίσουν τις ζωές τους. Ο ένας στην Κρήτη και ο άλλος στη Θεσσαλονίκη. Η Μαρίνα ακριβώς στη μέση. Όμως έχουν οικογένειες κι έπρεπε να προχωρήσουν. Για εκείνη έφτασε το τέλος. Έχασε το στήριγμά της και το μόνο που της έμενε τώρα, ήταν να περιμένει την ώρα που θα πάει κι εκείνη κοντά του. Ο Αριστείδης της, όπως ήρθε ξαφνικά μια μέρα στη ζωή της και τη γέμισε, έτσι ξαφνικά έφυγε και την άδειασε.
Πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια μέχρι να πάρει την απόφαση να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα της και στο σπίτι των γονιών της. Τα παιδιά μακριά, οι φίλοι πια λιγόστεψαν αφού η ίδια κλείστηκε στο καβούκι της και προτίμησε για παρέα τον εαυτό της. Το τελευταίο Πάσχα που ήρθαν παιδιά κι εγγόνια να τη δουν, τους ανακοίνωσε την απόφαση που πήρε. Όλοι ενθουσιάστηκαν. Όλοι το αγαπούσαν αυτό το σπίτι. Κάθε καλοκαίρι το περνούσαν εκεί, αλλά και πολλά σαββατοκύριακα, είτε οικογενειακά, είτε με τις παρέες τους. Το σπίτι αυτό πάντα έσφυζε από ζωή. Τους άρεσε τόσο πολύ η ιδέα ότι θα ξανάνοιγε και ότι θα είχαν πάλι την ευκαιρία να πηγαίνουν όποτε ήθελαν και κυρίως τους άρεσε το γεγονός ότι η μάνα τους αποφάσισε να βγει στον έξω κόσμο.
Έτσι, αφού έκανε μια δίκαιη μοιρασιά και στα δυο της παιδιά, μάζεψε όσα της ήταν απαραίτητα και τα πήρε μαζί της. Γύρισε πίσω. Γύρισε στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί που θα ήθελε να τελειώσει τη ζωή της. Εκεί όπου ήθελε να μαζεύει κάθε επόμενο Πάσχα τα παιδιά της και να κυνηγάει τα εγγόνια της. Εκεί όπου γνώρισε τον Αριστείδη της…
Κόντευε οχτώ και μισή, όταν ο Νεκτάριος μπήκε στο αμάξι του για να ξεκινήσει για δουλειά. Βγήκε προσεκτικά από την αυλή του και μετά από λίγα μέτρα σχεδόν σταμάτησε. Το σπίτι της Μαρίνας είχε ανοιχτά παράθυρα και πόρτες. «Κάποιο από τα παιδιά θα ήρθε για διακοπές» σκέφτηκε. Κάθε μέρα, όταν περνούσε έξω από το σπίτι της, γυρνούσε το βλέμμα κι αναστέναζε νοσταλγικά. Θυμόταν εκείνη. Τη Μαρίνα. Μεγάλωσαν μαζί, σε μια γειτονιά. Πάντα την αγαπούσε τη Μαρίνα. Όταν ήταν παιδιά πάντα την πρόσεχε κι όταν μεγάλωσαν όμως κι εκείνη έφυγε, δεν την ξέχασε ποτέ. Τότε δεν τόλμησε. Ήταν φτωχός κι άμαθος. Κι αφού εκείνος δεν μπορούσε να της χαρίσει όσα ήθελε, έκανε πίσω και προσευχήθηκε ο γάμος της να της προσφέρει χίλια καλά, μα πάνω από όλα αγάπη. Παρακαλούσε νύχτα μέρα, ο άντρας της Μαρίνας να την αγαπά και να την προσέχει σαν τα μάτια του. Όσο κι αν ο ίδιος πληγώθηκε, ποτέ θύμωσε ούτε με εκείνη, αλλά ούτε και μ’ εκείνον, τον άρχοντα του νησιού. Του ήταν αρκετό που μάθαινε από τους γονείς της αραιά και που, ότι η ζωή της ήταν στρωμένη με ρόδα. Μόνον τότε, που έμαθε για το χαμό του άντρα της, τότε έκλαψε για εκείνη. Δεν της άξιζε τέτοια τύχη. Ήταν πολύ νέα.
Με αυτές τις σκέψεις έφτασε έξω από τα φαρμακείο του. Σήκωσε τα μεγάλα στόρια, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε για να ξεκινήσει δουλειά. Όμως η εικόνα της, δεν έφευγε από τα μάτια του. Το μυαλό του ήταν συνεχώς σ’ εκείνη. Πού να ήταν τώρα; Πώς ζούσε; Μόνη της; Θα ήταν τουλάχιστον κοντά στα παιδιά της; Μήπως στον γυρισμό για το σπίτι του, να τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα της και να ρωτούσε;
Είχε πάει δώδεκα το μεσημέρι και βγήκε να κάνει ένα τσιγάρο έξω από το μαγαζί. Χαιρέτισε χαμογελαστά τους γείτονες που είχαν τα καταστήματα δίπλα και απέναντι από το δικό του και κάθισε στο μικρό σκαμνάκι που είχε πάντα έξω από την είσοδο, εκεί όπου ακουμπούσε τα τσιγάρα και το τασάκι του. Τη στιγμή που σήκωσε το χέρι του, για να κάνει νόημα στο παιδί του παραδιπλανού καφενείου, για να παραγγείλει τον καφέ του, είδε μια γυναικεία φιγούρα να περπατά και να κοντοστέκεται που και που στις βιτρίνες. Γνωστή, πολύ γνωστή. Λες; Μπα, ίσως να ήταν η φαντασία του, επειδή τη σκεφτόταν από το πρωί.
Καθώς όμως η γυναίκα πλησίαζε, ο Νεκτάριος έτριβε τα μάτια και προσπαθούσε να βεβαιωθεί ότι δεν κάνει λάθος. Ναι, ήταν η Μαρίνα. Η Μαρίνα η δική του. Όσο ερχόταν προς το μέρος του, τόσο πιο καλά την έβλεπε. Ήταν εκείνο το μελαχρινό κορίτσι που κάποτε αγάπησε και δεν ξέχασε ποτέ. Τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν αλλάξει και πολύ. Ο χρόνος της είχε φερθεί ως φαίνεται μ’ ευγένεια όπως αρμόζει σε μια αληθινή κυρία. Γιατί πράγματι όσο περισσότερο την έβλεπε, μόνο με αληθινή κυρία θα την χαρακτήριζε. Τα καστανά μαλλιά της πιασμένα σε αριστοκρατικό κότσο, άφηναν να φανούν καθαρά τα όμορφα στοιχεία του προσώπου της. Η ψιλή και λυγερή κορμοστασιά της και το ελαφίσιο της βάδισμα, την έκαναν να μοιάζει παιδούλα ακόμα.
«Καλημέρα Νεκτάριε» άκουσε τη φωνή της και βγήκε από την πλάνη του μυαλού του.
Τον είχε δει κι εκείνη από μακριά και τον γνώρισε. Είχε μάθει χρόνια πριν ότι εκείνος επέστρεψε στο νησί μετά τις σπουδές του κι άνοιξε δικό του φαρμακείο. Όπως ήξερε και ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πάντρεψε τις τρεις αδερφές του κι εκείνος έμεινε μόνος. Όμως είχε πολύ καιρό να μάθει νέα του και δεν ήξερε κάτι παραπάνω, αν ίσως δηλαδή αποκαταστάθηκε και ο παλιός παιδικός της φίλος.
«Καλημέρα Μαρίνα» της απάντησε.
«Τι κάνεις; Είσαι καλά;» τον ρώτησε κι άφησε ένα ελαφρύ χαμόγελο να φανεί.
«Είμαι καλά. Εσύ πώς είσαι; Πώς και ξανά πίσω στο νησί μας;» τη βομβάρδισε με συνεχείς ερωτήσεις και της έκανε ένα νεύμα να περάσει μέσα στο φαρμακείο, όπου η Μαρίνα τον ακολούθησε.
«Ας πούμε ότι κι εγώ είμαι κάπως καλύτερα τώρα. Γι’ αυτό και γύρισα» του απάντησε με μια φράση σε όλες τις ερωτήσεις του.
«Μαρίνα, ξέρεις, λυπήθηκα πολύ για την απώλειά σου. Όμως δεν ήξερα τι να σου πω για να σε παρηγορήσω, γι’ αυτό και δεν τόλμησα να σε ενοχλήσω τότε» της είπε κι έσκυψε το κεφάλι.
«Να είσαι καλά Νεκτάριέ μου. Δεν πειράζει. Τέτοιες στιγμές δεν υπάρχουν λόγια όπως ξέρεις που να απαλύνουν τον πόνο. Ίσως ο χρόνος να τον απαλύνει, αλλά ποτέ δεν τον σβήνει.»
«Έχεις δίκιο. Πες μου όμως, πώς κι επέστρεψες; Αλλά πρώτα μήπως θέλεις να σου προσφέρω κάτι; Όχι βέβαια φάρμακα, αλλά ένα γλυκό, έναν καφέ, ένα αναψυκτικό, κάτι τέλος πάντων για να δροσιστείς. Απ’ ότι βλέπω είσαι φορτωμένη ψώνια και περπατούσες ώρα όπως φαίνεται. Τι λες; Θέλεις να ξεκουραστείς λίγο και να δροσιστείς;»
«Να σου πω την αλήθεια, δεν είναι κακή ιδέα. Δεν είχα τίποτα στο σπίτι και βγήκα για ψώνια. Καθαριστικά και κάτι για φαγητό γιατί όλα τα ντουλάπια ήταν άδεια. Κάτι δροσερό θα το έπινα ευχαρίστως. Να ‘σαι καλά.»
«Μισό λεπτό κι έφτασα» της είπε και βγήκε βιαστικά από το φαρμακείο, ενώ σε λίγα λεπτά επέστρεψε με ένα δίσκο που είχε επάνω ένα αναψυκτικό και τον καφέ του.
Όση ώρα κάθισαν εκεί, είπαν πολλά. Για τις ζωές τους, για τους δικούς τους, για πίκρες και χαρές. Ένα μόνο δεν είπαν. Δεν τόλμησαν να μιλήσουν για εκείνον τον παιδικό τους έρωτα. Τον θυμήθηκαν και οι δύο. Όμως δείλιασαν; Ντράπηκαν; Ποιος ξέρει; Όπως η καρδιά του Νεκτάριου είχε σκιρτήσει, έτσι και η δική της. Δεν καταλάβαινε όμως τότε, ήταν μικρούλα και δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει. Πόσο της είχε λείψει και της Μαρίνας ο καλός της φίλος…
Ήταν ο μόνος που ένιωθε κοντά της πάντα. Έτσι και τώρα. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να μιλήσει, ν’ ανταλλάξει δυο κουβέντες και να βρει ανταπόκριση. Γι’ αυτό και δεν έφερε αντίρρηση στην πρόταση που της έκανε, μόλις τελείωσαν την κουβέντα τους. Της είπε ότι αν ήθελε μπορούσε να συνεχίσει τα ψώνια της, ενώ θα μπορούσε να αφήσει αυτά που ήδη είχε πάρει στο φαρμακείο και μόλις τελείωνε, να επέστρεφε εκεί για να τα πάνε μαζί με το αμάξι στο σπίτι. Και βέβαια, αν ήθελε, πρότεινε επιπλέον να της κάνει το τραπέζι το μεσημέρι, αφού κανένας δεν τους περίμενε στα σπίτια τους.
Εκείνο το μεσημέρι, καθισμένοι σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα, στο ψαροχώρι που λέγεται Περδίκα, άνοιξαν το κουτάκι με όλες τις παιδικές κι εφηβικές τους αναμνήσεις. Ο Νεκτάριος της είπε για τη ζωή του που περιστρέφονταν πάντα γύρω από τις τρεις του αδερφές από τότε που έφυγαν οι γονείς του και ότι ηρέμησε πια μόνον αφού τις πάντρεψε και τις τακτοποίησε και τις τρεις. Όταν όμως το έκανε, ήταν πια πολύ αργά να σκεφτεί τον εαυτό του, όσο κι αν τον παρότρυναν εκείνες. Τα χρόνια πέρασαν και ούτε που το κατάλαβε.
Το ίδιο έκανε και η Μαρίνα. Του είπε τα πάντα. Όλα όσα συνέβησαν από την ημέρα που έφυγε από το νησί, μέχρι και τη στιγμή που επέστρεψε, το προηγούμενο βράδυ. Αμέσως μόλις τελείωσε την αφήγησή της, έστρεψαν και οι δύο ταυτόχρονα το κεφάλι τους και κοίταξαν στην άκρη του λιμανιού. Ένα μεγάλο παλιό εμπορικό πλοίο ήταν δεμένο εκεί. Σκουριασμένο και σάπιο, κουνιόταν ανάλογα με τον άνεμο, απαλά, παρασυρόμενο από τα μικρά κυματάκια της θάλασσας. Τους θύμισε τον εαυτό τους. Παροπλισμένο έτσι όπως ήταν, έμοιαζε μ’ εκείνους που δεν είχαν κάτι άλλο να περιμένουν από τη ζωή τους. Τα ταξίδια της ζωής τους είχαν τελειώσει και το μόνο που καρτερούσαν ήταν το βύθισμα…
Σαν να βιάζονταν όμως για εκείνο το βύθισμα. Η Μαρίνα ήταν μόλις πενήντα πέντε και ο Νεκτάριος πενήντα επτά. Εκείνη μπορεί να έγινε ξαφνικά συνταξιούχος, μετά τον χαμό του Αριστείδη, όμως ο Νεκτάριος είχε ακόμα πολλά χρόνια για να βγει στη σύνταξη. Κι έπειτα τα παιδιά της μπορεί να ήταν μακριά, αλλά την είχαν ακόμα ανάγκη και τα εγγόνια της δεν πρόλαβε να τα χαρεί ακόμη όσο θα ήθελε. Τη μελαγχολία της στιγμής ευτυχώς κατάφερε και την έσβησε μ’ ένα κρύο παγωτό που τους σέρβιρε ο ταβερνιάρης και με έναν στίχο από ένα παλιό νησιώτικο τραγούδι.
Οι συναντήσεις της Μαρίνας και του Νεκτάριου συνεχίστηκαν για καιρό. Όλο τον Ιούλιο, μετά το μεσημέρι που έκλεινε ο Νεκτάριος το φαρμακείο, τα περισσότερα απογεύματα τα περνούσαν παρέα. Πρώτα προσφέρθηκε να την ξεναγήσει και πάλι στο νησί της και να το θυμηθούν μαζί, όπως τότε που έκαναν παιδιά κι έπειτα θα οργάνωναν μικρές εξορμήσεις εκτός της χώρας.
Περπάτησαν ώρες ολόκληρες στα στενά δρομάκια και δεν άφησαν αξιοθέατο που να μην επισκέφθηκαν. Πήγαν πρώτα στον πύργο του Μάρκελλου, μετά στη Μητρόπολη, στο Κυβερνείο και στο παλιό Ορφανοτροφείο. Έπειτα ακολούθησαν τα εκτός έδρας. Με πρώτο σταθμό το Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγρίων Ζώων. Σ’ εκείνο το μέρος, η Μαρίνα αισθάνθηκε μια θλίψη, από την εγκατάλειψη που αντίκρισε γύρω της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένα τόσο σπουδαίο έργο, δεν έχαιρε εκτίμησης από την πολιτεία και διατηρούνταν μόνο από τις φιλότιμες κι αξιέπαινες προσπάθειες των εθελοντών.
Λίγο πριν φύγουν από εκεί, σταμάτησαν και χάζεψαν το τελευταίο γιγάντιο κλουβί, όπου φυλάσσονταν ένα ζευγάρι κύκνων. «Είναι πουλιά που ζουν μόνο σε ζεύγη και αν τυχόν το ένα από τα δύο φύγει από τη ζωή, το άλλο πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Δυστυχώς μόνα τους δεν μπορούν να ζήσουν για πολύ» ήταν τα λόγια του υπεύθυνου του πάρκου που τους ξενάγησε. Εκείνα τα αρχοντικά πουλιά με τους ψηλούς λαιμούς και τα κατάλευκα φτερά, τους είχαν μαγέψει πραγματικά. Κολυμπούσαν διαρκώς πλάι-πλάι και δεν χώριζαν καθόλου. Αυτό θα πει συντροφικότητα…
Μέσα στις επόμενες μέρες, επισκέφθηκαν και το Ναό της Αθηνάς Αφαίας. Από εκεί ψηλά, μπορούσαν να δουν το πέλαγος στα πόδια τους και να αισθανθούν για λίγο βασιλιάδες της θάλασσας ή μάλλον καλύτερα αρχαίοι Θεοί, που από το ναό τους μπορούσαν να δαμάσουν μ’ ένα τους βλέμμα μόνο τα κύματα.
Εκείνο που θαύμαζε όμως πάντα από παιδί η Μαρίνα, ήταν ο Ιερός Ναός του Αγίου Νεκταρίου. Εκείνος ο τεράστιος κι επιβλητικός ναός, με το επίσης απέραντο προαύλιο με τους ολάνθιστους κήπους, της προκαλούσε ένα δέος. Έτρεμε σύγκορμη κάθε φορά που έμπαινε σε αυτή την εκκλησία. Παρόλο το μέγεθός της, εκείνη η κατάνυξη που την έπιανε όταν βρισκόταν μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, ήταν σαν να βρισκόταν σε κάποιο μικρό παλιό μοναστήρι.
Προσκύνησαν κι έπειτα περπάτησαν ανάμεσα στα λουλούδια και στα δέντρα και αντί να πάρουν το δρόμο για την έξοδο προς το πάρκινγκ, εκείνοι προτίμησαν ν’ ανέβουν τις σκάλες που στόλιζαν οι φουντωμένες μωβ και άσπρες μοκαμβίλιες. Κι όταν πια έφτασαν στην κορυφή, λίγο πριν πάρουν την κατηφόρα για το αυτοκίνητο, θαύμασαν από μακριά τις εκκλησίες της Παλαιοχώρας στον απέναντι λόφο. Εκείνο το μικρό Μυστρά όπως τον χαρακτήριζαν. Όμως ήταν ντάλα μεσημέρι και τόσο δυνατός ο ήλιος που υποσχέθηκαν ότι θα επιστρέψουν κάποια άλλη φορά, για να περπατήσουν ανάμεσα στα χαλάσματα των μικρών ναών του αντικρινού λόφου.
Έτσι πέρασε ο Ιούλιος. Τα ελαφριά ρούχα, αν και σκούρα, αφού δεν την άφηναν τα παιδιά της να φορέσει άλλο πια μαύρα, έδιναν την αίσθηση στη Μαρίνα ότι της έπαιρναν ένα βάρος από επάνω της και ότι η ζωή της δεν θα ήταν μια μόνιμη θλίψη από εδώ και στο εξής. Έκλεισε τη ντουλάπα της και αφού πέρασε ένα μπλε φουλάρι στο λαιμό της, πήρε τη τσάντα της και βγήκε βιαστικά από το σπίτι. Εδώ και λίγα λεπτά είχε ακούσει την κόρνα του αυτοκινήτου του Νεκτάριου κι έτρεξε προς την έξοδο.
Το πρόγραμμα έλεγε πρώτα μπάνιο, στην παραλία της Αγίας Μαρίνας κι έπειτα ψαράκι σε μια από τις ταβέρνες του χωριού, που είχαν υπέροχη θέα έτσι τοποθετημένες με τη σειρά, στα ψηλά. Πράγματι, το πρόγραμμα δεν άλλαξε, όμως εκείνη τη μέρα, ο Νεκτάριος έδειχνε κάπως παράξενος. Όσο κι να προσπάθησε η Μαρίνα να τον κάνει να χαρεί μαζί της, λέγοντάς του ότι σε λίγες μέρες θα έρχονταν τα παιδιά της και ανυπομονούσε να τους τον γνωρίσει και να περάσουν όλοι μαζί όμορφα, εκείνος έμοιαζε να μην συμμερίζεται και πολύ τη χαρά της. Κάτι τον απασχολούσε.
«Μα, τι έχεις πάθει σήμερα; Έγινε κάτι; Γιατί είσαι τόσο σκεφτικός;» τον ρώτησε κάποια στιγμή μόλις τελείωσαν το φαγητό τους, αφού δεν άντεχε άλλο να τον βλέπει έτσι.
«Έχω κάτι. Όμως δεν ξέρω πώς θα το πάρεις αν σου το πω. Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάτι άλλο να περιμένω από τη ζωή μου απάντησε ο Νεκτάριος.
«Νεκτάριέ μου, αν σου πω ότι σε καταλαβαίνω, θα σου πω ψέματα και δεν το θέλω. Μήπως μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής; Και γιατί να πάρω κάπως αυτό που θέλεις να μου πεις; Τι άλλο έμεινε να πούμε εμείς οι δύο πια που δεν το έχουμε πει;»
«Θα σου εξηγήσω αμέσως. Πρώτα όμως θέλω να ξέρεις ότι το σκέφτηκα πολύ σοβαρά, το ζύγισα εκατό φορές κι έπειτα πήρα την απόφαση Μαρίνα».
«Η οποία είναι;» έκανε απορημένη.
«Η οποία είναι ότι έχω να σου κάνω μια πρόταση…»
«Γάμου;» τον διέκοψε η Μαρίνα και γέλασε δυνατά με όλη της την ψυχή.
«Γιατί όχι; Ίσως και αυτό αν το θέλεις εσύ».
«Τι λες Νεκτάριε; Μήπως σε πείραξε το ουζάκι ή ο ήλιος;»
«Ξέρω πολύ καλά τι λέω Μαρίνα. Άσε με όμως να σου εξηγήσω πρώτα».
«Σε ακούω».
«Κοίταξε να δεις. Εμείς στην ηλικία που είμαστε, δεν νομίζω να μας ταιριάζουν οι έρωτες και τα παιδιαρίσματα. Τη συντροφιά όμως τη θέλουμε και την έχουμε ανάγκη. Σκέφτηκα λοιπόν, ότι αφού δεν τόλμησα να σου εξομολογηθώ τότε, όταν ήμασταν παιδιά τον έρωτά μου κι έκανα πίσω δειλιάζοντας, αφού ήμουν ασήμαντος μπροστά στον Αριστείδη που ήταν και φίλος καλός αλλά κι έτοιμος να σε κάνει ευτυχισμένη, όπως μου είχε εξομολογηθεί λίγο πριν σε ζητήσει από τον πατέρα σου…»
«Νεκτάριε τι λες; Ακούς τι λες;» τον διέκοψε ξανά η Μαρίνα.
«Άσε με να τελειώσω Μαρίνα. Λοιπόν, αφού δεν τόλμησα τότε, λέω να τολμήσω τώρα και να σου προτείνω να ζήσουμε μαζί από εδώ και πέρα. Θες απλώς να συμβιώσουμε, θες να κάνουμε έναν απλό και λιτό γάμο; Όπως θέλεις εσύ, αν βέβαια συμφωνήσεις. Και όσο για τα παιδιά σου, να ξέρεις ότι είμαι έτοιμος να ζητήσω το χέρι σου κι επισήμως και από τους δυο σου γιους. Τώρα θα μου πεις, έχουμε και οι δύο το σπίτι μας, καλά είμαστε κι έτσι. Αλλά και πάλι θα σου πω το εξής. Αν, λέω αν, εσύ δεχτείς την πρότασή μου, σκέφτομαι να φτιάξουμε το ένα από τα δύο και να το παραχωρήσουμε στα παιδιά σου, για να μπορούν αν μένουν με την άνεσή τους με τις οικογένειές τους και να μην μας έχουν στα πόδια τους. Εμείς θα προσέχουμε μόνο τα εγγόνια και ας κάνουν ό, τι θέλουν, δεν θα τους ενοχλούμε. Και αργότερα βέβαια, όταν πια εμείς θα έχουμε φύγει, θα μείνει από ένα σπίτι στον καθένα τους για να μας θυμούνται. Λοιπόν; Πώς σου φαίνεται;»
«Οργανωμένο το έγκλημα δηλαδή;» γέλασε και πάλι έκπληκτη η Μαρίνα.
«Δεν μου απαντάς όμως» είπε ο Νεκτάριος.
«Να σου απαντήσω, γιατί να μην σου απαντήσω. Ομολογώ ότι δεν το περίμενα αυτό που άκουσα σήμερα από εσένα Νεκτάριε. Βέβαια αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν έχεις κι άδικο. Είμαστε και οι δύο μόνοι. Καλά, όσο για έρωτες και τέτοια ούτε να το συζητάς. Δεν τα έκανα στα νιάτα μου, δεν θα το κάνω τώρα. Μια παρέα όμως δεν θα ήταν άσχημη. Και πόσο μάλλον, μια παρέα σαν και τη δική σου. Μου κάνει πολύ καλό να είμαι μαζί σου. Με κάνεις και ηρεμώ και δεν σκέφτομαι τα άσχημα που έζησα. Τώρα βέβαια, αν σου πω κάτι, ίσως γελάσεις».
«Πες μου, σε ακούω».
«Κάποτε, όταν ήμουν παιδούλα, ήμουν κι εγώ ερωτευμένη μαζί σου, όμως τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα, δεν ξέραμε, φοβόμασταν. Κι έπειτα με τον Αριστείδη έγιναν όλα τόσο γρήγορα, που ούτε κι εγώ το κατάλαβα».
«Γιατί να γελάσω Μαρίνα μου;»
«Γι’ αυτό που σου είπα μόλις τώρα. Τέλος πάντων. Ξέρεις καλά πόσο σε αγαπάω Νεκτάριε και γιατί όχι να μην πορευθούμε για τα όσα χρόνια μας μένουν ακόμα, παρέα. Εδώ, στο νησί μας. Εδώ που κάποτε ξεκινήσαμε».
«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Να είσαι σίγουρη ότι δεν θα μετανιώσεις αυτή σου την απόφαση. Έχω τα εισοδήματά μου και όσο μπορώ θα σου παρέχω τα πάντα. Τίποτα δεν θα σου λείψει».
«Δεν θέλω τίποτε Νεκτάριε. Μόνο τη συντροφιά σου. Όσο γι’ αυτό που είπες για τα σπίτια, μίλησε με τα παιδιά και κάντε ό, τι θέλετε. Εμένα μην με ανακατεύετε με αυτά».
 «Μαρίνα μου, σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπούσα πάντα και σε περίμενα».
Αυτό το «Μαρίνα μου» που άκουγε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά, αισθάνθηκε πως την άγγιξε εκείνη τη στιγμή. Και όχι μόνο αυτό. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά το δικό της. Πρώτη φορά μετά από χρόνια είχε να νιώσει ένα χάδι που θα γαλήνευε πρώτα την ψυχή της. Αυτός ο άνθρωπος, τη σέβονταν, την εκτιμούσε, την αγαπούσε και της απέδειξε ότι η καρδιά μπορεί να περιμένει…