Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012


     Σταμάτησε το αμάξι και περπάτησε με τα πόδια προς
τη θάλασσα. Κοίταξε γύρω στην παραλία. Δεν ήταν που-
θενά εκείνη. Τώρα ήξερε. Ήξερε πως έκανε το μεγαλύτε-
ρο λάθος της ζωής του. Γιατί την άφησε να φύγει; Λάθος!
Μεγάλο λάθος του! Δεν έπρεπε να δεχτεί αυτόν τον χωρισμό.
     Πού να βρισκόταν άραγε; Την τελευταία φορά που
έμαθε για εκείνη, ήταν πριν από μήνες. Κάποιος κοινός
γνωστός τους του είχε πει πως την είδε τυχαία το καλο-
καίρι σε κάποιο νησί. Δούλευε σ’ έναν τουριστικό οργα-
νισμό και έκανε συχνά ταξίδια. Τότε είχε χαρεί που έμαθε
πως είναι καλά και πως ασχολιόταν με κάτι που αγαπού-
σε, αλλά…
     Αυτό το «αλλά» τον βασάνιζε από τότε. Αλλά θα την
ξανάβλεπε ποτέ; Κάτι έπρεπε να κάνει. Ο κρύος αέρας
τον χτυπούσε με μανία στο πρόσωπο και η αλμύρα στα
χείλη του τον έτσουζε γλυκά. Νόμισε για μια στιγμή πως
είχε τη γεύση του φιλιού της. Έβλεπε μέχρι εκεί που τε-
λείωνε η γραμμή της θάλασσας και αναρωτιόταν σε ποια
θάλασσα να ταξίδευε εκείνη τώρα. Σε ποια Αλεξάνδρεια
να ήταν τώρα η δική του Αλεξάνδρα. Έβγαλε το κινητό
από την τσέπη του και αναζήτησε τη φωτογραφία της. Η
φωτογραφία της δίπλα στη θάλασσα τον έκανε να τη ζη-
τάει απεγνωσμένα. Την ήθελε κοντά του. Κι αν όχι εκείνη,
έστω κάτι δικό της, που να μπορεί να το αγγίξει. Να νιώ-
σει ότι αυτό το είχε αγγίξει εκείνη πριν απ’ αυτόν.
     Έκλαψε. Έκλαψε πολύ και δυνατά. Η φωνή του νόμιζες
πως ήθελε να φτάσει σ’ εκείνη. Πονούσε τόσο που δεν
την είχε κοντά του. Κάθισε στην άμμο και έκανε το σώμα
του ένα κουβάρι.
     «Σ’ αγαπώ!» φώναξε. «Πού είσαι;»
     Τη φωνή του κάλυψε το επόμενο κύμα. Σηκώθηκε με
το ζόρι και πήγε προς το αυτοκίνητο. Έβαλε μπρος και ξε-
κίνησε για τον μοναδικό προορισμό που ήξερε καλύτερα
από οπουδήποτε αλλού. Για το σπίτι τους. Ήθελε να πάρει
έστω και μια στάλα από τη μυρωδιά της.
"Αλεξάνδρα"





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου