Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Γιάννενα 26 & 27 Απριλίου 2014

Πίνοντας τον πρώτο καφέ της ημέρας μου, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, θυμήθηκα εκείνο το άρθρο που έγραψα πριν από καιρό για το περιοδικό Αναζητήσεις.
 Μέσα μου ξύπνησαν ξανά, εκείνα τα συναισθήματα που νιώθω πάντα όταν σκέφτομαι αλλά κυρίως όταν επισκέπτομαι την αγαπημένη μου πόλη, τα Ιωάννινα... 
Ανάμεσα σε αντικείμενα κι έπιπλα βγαλμένα θαρρείς από μια άλλη εποχή, από την εποχή που ζούσαν στα Γιάννενα ο Πασάς και η κυρά-Φροσύνη, πίστεψα έστω και για λίγο, πως ήμουν κι εγώ κομμάτι της ιστορίας τους, αγναντεύοντας από το παράθυρό μου τη μελαγχολία της λίμνης.
Έτσι, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής, θέλοντας να κρατήσω ζωντανή αυτή τη μαγική εικόνα, έσπευσα για το τελευταίο μου καθρέφτισμα στη λίμνη...



Ένα καθρέφτισμα στη λίμνη των Ιωαννίνων…
Γράφει η Δήμητρα Τράκα

            Μπήκε στο αυτοκίνητο και μη γνωρίζοντας τον προορισμό, έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Οδηγούσε σχεδόν τρεις ώρες ασταμάτητα και μόλις είδε την πινακίδα που έγραφε Ιωάννινα, έκοψε λίγο ταχύτητα και συνειδητοποίησε πού βρισκόταν. Έστριψε δεξιά και βγήκε από την Εγνατία οδό, παίρνοντας το δρόμο που πήγαινε κατευθείαν στο κέντρο της πόλης. Σε λίγα λεπτά, εκεί όπου τελείωναν τα τείχη της παλιάς πόλης, είχε φτάσει κιόλας μπροστά στη λίμνη.
            Δεν είχε ακόμα ξημερώσει και η ησυχία της νύχτας, έδινε στη λίμνη μια μαγική υπόσταση. Άφησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και περπάτησε μέχρι τα χαμηλά κάγκελα στην όχθη της λίμνης. Έβγαλε από την τσέπη του τα τσιγάρα του και καθώς άναβε ένα, είδε την καύτρα του που κοκκίνισε, να ενώνεται και να γίνεται ένα με τα φώτα των δρόμων, απέναντί του στο νησάκι. Μικρά, κόκκινα φωτάκια που έδιναν το ακριβές στίγμα τους και μαζί με το γεμάτο φεγγάρι, καθρεπτίζονταν στην επιφάνεια του νερού. Εκείνο λευκό, ολόγιομο και γύρω του μικρές κόκκινες φωτίτσες, ζωγραφιά θαρρείς, από χέρι θεϊκό πάνω σε μια λεία και ασάλευτη επιφάνεια.
            Μαγεμένος από την εικόνα, είχε τραβήξει την κουρτίνα του μυαλού του, ο Νικήτας. Σαν να μην είχε αντιληφθεί ούτε την απόσταση που διήνυσε για να φθάσει από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τα Γιάννενα, ούτε την ψυχική του κούραση, ούτε όμως και το τσουχτερό κρύο και την υγρασία της λίμνης που ήταν ικανή, να τρυπήσει όχι μόνο κόκκαλα αλλά και πέτρες. Ακολουθούσε τώρα με βήμα αργό το φεγγάρι, νομίζοντας πως θα τον οδηγούσε σ’ εκείνη. Σ’ εκείνη που είχε στο μυαλό και στην καρδιά του. Σ’ εκείνο το άπιαστο όνειρο, που για πρώτη φορά αντίκρισε εδώ, στο πλάι της λίμνης.
            Εκείνη την πρώτη φορά, ήταν νύχτα όταν την πρωταντίκρυσε. Στάθηκε απέναντί της όσο χρειαζόταν για ν’ αποτυπώσει στη μνήμη του την εικόνα της. Κάτω από μια λάμπα του δρόμου, έμοιαζε να ταξιδεύει στο βυθό της λίμνης. Κάτι την τραβούσε εκεί κάτω. Σκέψεις; Προβληματισμοί; Στεναχώρια; Πάντως χαρά δεν ήταν! Δεν τόλμησε να την πλησιάσει. Φοβόταν μη χαλάσει την ησυχία της. Την άφησε μόνη, όπως τη βρήκε και την παρατήρησε μέχρι που σηκώθηκε και χάθηκε μέσα σε μια πύλη που εισχωρούσε στην παλιά πόλη. Εκείνος έμεινε εκεί για να κοιτάζει τη σιλουέτα που χάνονταν αργά μέσα στο σκοτάδι.
            Όλο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος. Δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια του για να μην ξεχάσει. Να μην ξεχάσει την εικόνα της… Την άλλη μέρα, ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει το ταξίδι του. Οι πελάτες του, τον περίμεναν στο μικρό Πάπιγκο, ψηλά στα Ζαγοροχώρια. Αν καθυστερούσε να ξεκινήσει, θα έπρεπε να επιστρέψει νύχτα και το ταξίδι χειμωνιάτικα όταν έπεφτε το σκοτάδι σ’ εκείνους τους δρόμους, μπορεί να μην ήταν και τόσο ασφαλές, με το χιόνι να πέφτει πυκνό.
            Ξεκίνησε λοιπόν και όταν έφτασε στη παλιά γέφυρα του Βοϊδομάτη, αναγκάστηκε να σταματήσει για λίγο, γιατί ένα φορτηγό είχε χαλάσει στην απέναντι πλευρά του ποταμού και είχε κόψει την κυκλοφορία. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μέχρι να καταλάβει το λόγο της αργοπορίας του, ένα δυνατό γέλιο τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του προς την πλευρά από όπου έρχονταν ο ήχος του. Στην απέναντι όχθη, μια μεγάλη παρέα απολάμβανε τη ξαφνική καθυστέρηση και χαιρόταν τη φύση, δίπλα στα άγρια νερά του ποταμού. Εκείνο το γέλιο όμως; Εκείνο το γέλιο ερχόταν από τα χείλη μιας κοπέλας. Μιας γνώριμης μορφής…
            Ήταν η εκείνη. Εκείνη που χθες βράδυ στεκόταν θλιμμένη και χάζευε το μαύρο της λίμνης, τώρα γελούσε κι έμοιαζε ν’ απολαμβάνει τη ζωή. Ο Νικήτας χαμογέλασε στη θέα της όμορφης κοπέλας. Να που την ξανάβλεπε! Σήμερα του φαινόταν αλλιώτικη. Το καθαρό πρόσωπό της ήταν τώρα φωτεινό. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ανέμιζαν από το πρωινό αεράκι και τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια, την έκαναν να μοιάζει μ’ εκείνες τις νεράιδες των ποταμών.
            «Βασιλική, έλα φεύγουμε, άνοιξε ο δρόμος.» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
            Εκείνη έτρεξε κοντά του και μπήκε στο άσπρο αυτοκίνητο που επιβιβάστηκε πρώτος εκείνος. ‘Βασιλική την λένε’, σκέφτηκε. Πού να πήγαιναν άραγε; Τι σημασία έχει; Ο Νικήτας δεν μπορούσε να την ακολουθήσει. Μπήκε κι εκείνος στο αμάξι του και συνέχισε το ταξίδι του. Αμέτρητα τοξωτά γεφύρια συνάντησε στο δρόμο του και λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του συνάντησε και τις ‘Οβίρες’. Εκείνες τις μικρές λιμνούλες σαν κολυμπήθρες που κάποτε κατοικούσαν ξωτικά και νεράιδες. Κοντοστάθηκε για λίγο και άφησε τη φαντασία του ελεύθερη να τη θαυμάζει, όσο εκείνη σκαρφάλωνε από τη μια λιμνούλα στην άλλη σαν αερικό.
            Ανέπτυξε και πάλι ταχύτητα και σε λίγο τα πρώτα πέτρινα σπίτια του χωριού, φάνηκαν μπροστά του. Το κατάλευκο χιόνι που σκέπαζε τις αυλές και τα πέτρινα καλντερίμια, όσο κι αν φάνταζε  σαν πουπουλένιο πάπλωμα, η τόση ομορφιά του,  δεν του επέτρεψε να συνεχίσει με το αυτοκίνητο και αναγκάστηκε να το αφήσει στη μικρή πλατεία στην είσοδο του χωριού και να συνεχίσει με τα πόδια. Περπάτησε ανάμεσα στα πέτρινα γραφικά σπιτάκια και μετά από δυο στενά, βρέθηκε μπροστά στο μικρό ξενώνα, όπου τον περίμενε ο ιδιοκτήτης του.
            Η ζέστη που έρχονταν από το αναμμένο τζάκι στην άκρη της μεγάλης σάλας, του χάιδεψε τόσο ανακουφιστικά το πρόσωπο και η πρόταση του οικοδεσπότη για ένα ζεστό αφέψημα από βοτάνια της περιοχής, φάνηκε στο Νικήτα πολύ δελεαστική. Κάθισε σε ένα χαμηλό καναπέ σε μια άκρη του σαλονιού και περίμενε το κέρασμα και τον πελάτη του. Η είσοδος όμως άνοιξε ξαφνικά και τον τρόμαξε ο ήχος από τις φωνές των ανθρώπων που εισέβαλαν στο χώρο. Πρόσωπα για μία ακόμη φορά γνώριμα. Κι ανάμεσά τους, εκείνη. Η Βασιλική.
            Η μεγάλη παρέα είχε κλείσει ολόκληρο σχεδόν το ξενώνα για το διήμερο. Μπήκαν μέσα και κάθισαν όλοι γύρω από το τζάκι, εκτός από δύο άτομα, που τακτοποίησαν με τη γυναίκα του ξενοδόχου τα δωμάτια. Όσο τα μάτια του ήταν καρφωμένα σ’ εκείνη, δεν πρόσεξε τον άνθρωπο που απίθωσε το δίσκο με όλα τα κεράσματα εμπρός του. Ο ξενοδόχος ζήτησε συγνώμη για την αναστάτωση, καθώς επίσης και λίγο χρόνο πίστωση, για να εξυπηρετήσει τους καινούργιους ενοίκους του. Ο Νικήτας του χαμογέλασε μηχανικά και του είπε ότι είχε όσο χρόνο ήθελε στη διάθεσή του.
Έμεινε μόνος του και άθελά του άκουσε τη συζήτηση της παρέας. Ένας γάμος ήταν το θέμα τους. Ένας γάμος που επρόκειτο να γίνει πολύ σύντομα. Ένας γάμος που η νύφη για την οποία η συζήτηση επικεντρώθηκε τώρα, ήταν η Βασιλική. Εκείνη όμως, δεν έμοιαζε ν’ απολαμβάνει τα πειράγματα και τα παινέματα. Κάτι σαν ντροπή, κάτι σαν δυσφορία μπορούσε να πει κανείς ότι πρόδιδε το βλέμμα της. Παράτησε τους υπόλοιπους και σηκώθηκε ξαφνικά. Άνοιξε τη πόρτα κι έτρεξε μόνη της έξω. Μια παράξενη δύναμη ώθησε το Νικήτα να την ακολουθήσει.
«Είστε καλά;» τη ρώτησε καθώς την πλησίασε.
Εκείνη ταράχτηκε μόλις τον αντιλήφθηκε πλάι της και γύρισε το πρόσωπό της στην αντίθετη πλευρά. Δεν ήθελε να δει κανείς τα υγρά μάτια της. Κοίταξε στο βάθος απέναντι τα ψηλά βουνά και άφησε τη ψυχή της ν’ ανέβει εκεί σαν αγρίμι. Έτσι ένιωθε. Αγρίμι που προσπαθούν να το κλείσουν σ’ ένα κλουβί.
«Πόσο καλά μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε μια ισόβια φυλάκιση;» του απάντησε με ερώτηση κι έστρεψε να φύγει πίσω στον ξενώνα.
Ο Νικήτας σάστισε και την ακολούθησε μόνο όμως με τα μάτια. Όταν μπήκε κι αυτός στο εσωτερικό, εκείνη είχε κρυφτεί ξανά μέσα στη μεγάλη παρέα και δεν γύρισε ούτε καν να τον κοιτάξει. Εκείνος τελείωσε με τις παραγγελίες που έπρεπε να πάρει και μέσα σε λίγη ώρα πήρε το δρόμο της επιστροφής. Έφτασε στο μικρό πανδοχείο όπου έμενε, στο Πέραμα, πολύ κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων και δίπλα ακριβώς από το Σπήλαιο του Περάματος, τακτοποίησε το λογαριασμό του και κίνησε για τη Θεσσαλονίκη.
Είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα μέρες, από τότε που την είδε για πρώτη φορά κι όμως δεν έπαψε ούτε στιγμή να τη σκέφτεται. Δεν την είχε δει από εκείνο το μεσημέρι και οι μέρες που κυλούσαν του φαινόταν βασανιστικές. Είχε ερωτευθεί και είχε χάσει μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, το όνειρο. Ένα όνειρο θλιμμένο. Εκείνη η θλιμμένη νεράιδα του είχε κλέψει την καρδιά και το μυαλό. Πονούσε που δεν μπορούσε να την κάνει ποτέ δική του. Πονούσε που δεν μπορούσε να τη ξαναδεί έστω για ένα λεπτό μόνο κι ας χανόταν μετά. Εκείνο το βράδυ, ο πόνος του είχε γίνει ακόμα πιο δυνατός. Γι’ αυτό ξεκίνησε και πάλι για το ίδιο ταξίδι. Εκεί κοντά στη λίμνη. Εκεί που στάθηκε εκείνη. Εκεί που καθρεφτίστηκε εκείνη για πρώτη φορά. Σ’ εκείνο το καθρέφτισμα στη λίμνη των Ιωαννίνων την αναζητούσε τώρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου